Blatancy είναι ουσιαστικό.
/ˈbleɪtə(n)si/
Η λέξη blatancy αναφέρεται σε μια κατάσταση ή πράξη που είναι εμφανής, προκλητική ή κραυγαλέα, συνήθως σε σχέση με κάποια ανηθικότητα ή ενοχή. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που γίνεται αντιληπτό εύκολα και που δεν κρύβει καθόλου τις προθέσεις του. Στη γλώσσα των Αγγλικών, είναι πιο συχνό να χρησιμοποιείται σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε καθημερινές συνομιλίες.
The blatant lack of respect for the rules was shocking.
Η προφανής έλλειψη σεβασμού για τους κανόνες ήταν σοκαριστική.
His blatant disregard for the truth was evident to everyone.
Η ωμή πρόκληση για την αλήθεια ήταν εμφανής σε όλους.
The company's blatant advertising tactics annoyed many consumers.
Οι ωμές διαφημιστικές τακτικές της εταιρείας ενόχλησαν πολλούς καταναλωτές.
Η λέξη blatancy δεν έχει πολλές ιδιωματικές φράσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως, αλλά υπάρχουν εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της ωμότητας ή της έλλειψης ντροπής:
Blatant lie
She told a blatant lie to avoid punishment.
Είπε μια ωμή ψευτιά για να αποφύγει την τιμωρία.
Blatant favoritism
The blatant favoritism in the workplace created tension among employees.
Η προφανής μεροληψία στον χώρο εργασίας δημιούργησε ένταση μεταξύ των υπαλλήλων.
Blatant violation
The blatant violation of the law could not go unpunished.
Η ωμή παραβίαση του νόμου δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη.
Η λέξη blatancy προέρχεται από το επίθετο blatant, που σημαίνει "κραυγαλέος" ή "προκλητικός". Η ρίζα της περνάει από τη μεσαιωνική λατινική λέξη blatans, που σημαίνει "φωνάζω".
Συνώνυμα: - Obviousness - Flagrancy - Brazeness
Αντώνυμα: - Subtlety - Discretion - Concealment