«Bleaching clay» είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈbliːtʃɪŋ kleɪ/
Η φράση «bleaching clay» αναφέρεται σε φυσικά ή επεξεργασμένα πηλώδη υλικά που χρησιμοποιούνται για την απομάκρυνση χρωστικών ή ακαθαρσιών από έλαια και λιπαρές ουσίες. Χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία τροφίμων και την παραγωγή καλλυντικών. Ουσιαστικά, ο πηλός λειτουργεί ως διαλύτης για την απορρόφηση χρωστικών και άλλων ανεπιθύμητων ουσιών.
Η χρήση του «bleaching clay» είναι συχνή, κυρίως σε βιομηχανικό και επαγγελματικό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε σχετική βιβλιογραφία.
The factory uses bleaching clay to purify the cooking oils.
Το εργοστάσιο χρησιμοποιεί λευκαντική πηλό για την καθαρισμό των ελαιών μαγειρέματος.
Bleaching clay can enhance the quality of cosmetic products.
Η λευκαντική πηλός μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα των καλλυντικών προϊόντων.
Η φράση «bleaching clay» δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις αλλά σχετίζεται με την έννοια της καθαρότητας και της επεξεργασίας. Ωστόσο, μπορείτε να βρείτε σχετικές εκφράσεις:
Using bleaching clay helps to clarify the oil.
Η χρήση λευκαντικής πηλού βοηθά στην καθαρότητα του ελαίου.
The additive of bleaching clay ensures a lighter color in the final product.
Η προσθήκη λευκαντικής πηλού εξασφαλίζει ένα πιο ανοιχτό χρώμα στο τελικό προϊόν.
In cosmetic formulations, bleaching clay is often crucial for achieving desired results.
Στις συνθέσεις καλλυντικών, η λευκαντική πηλός είναι συχνά κρίσιμη για την επίτευξη των επιθυμητών αποτελεσμάτων.
Η λέξη «bleaching» προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη «blecen», που σημαίνει «να γίνει λευκό» ή «να αποχρωματιστεί» και «clay» από την παλαιά αγγλική λέξη «claeg», που αναφέρεται σε πηλό ή αργιλώδες υλικό.
Συνώνυμα: - Adsorbent clay (πηλός απορρόφησης) - Fuller’s earth (γη του πληρωτή)
Αντώνυμα: - Staining clay (πηλός χρωματισμού) - Pigmented clay (χρωματισμένος πηλός)