"Bleed pipe" είναι ένα ουσιαστικό.
/bliːd paɪp/
Ο όρος "bleed pipe" αναφέρεται σε σωλήνα που χρησιμοποιείται για την εκκένωση ρευστού ή αερίου από ένα σύστημα. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενος σε βιομηχανικές ή μηχανικές εφαρμογές όπου είναι αναγκαία η αποστράγγιση ή απομάκρυνση αερίων ή υγρών, συχνά για λόγους ασφαλείας.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικό και βιομηχανικό λεξιλόγιο. Είναι πιο συνηθισμένος σε γραπτό πλαίσιο, που σχετίζεται με μηχανικές και επιστημονικές περιγραφές.
The engineer installed a bleed pipe to ensure the pressure could be safely released.
Ο μηχανικός εγκατέστησε έναν σωλήνα εκκένωσης για να διασφαλίσει ότι η πίεση θα μπορούσε να απελευθερωθεί με ασφάλεια.
Regular maintenance of the bleed pipe is crucial for system efficiency.
Η τακτική συντήρηση του σωλήνα εκκένωσης είναι κρίσιμη για την αποδοτικότητα του συστήματος.
If the bleed pipe becomes clogged, it can cause serious operational issues.
Αν ο σωλήνας εκκένωσης φράξει, μπορεί να προκαλέσει σοβαρά λειτουργικά προβλήματα.
Ο όρος "bleed pipe" δεν φαίνεται να είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις που σχετίζονται με την ασφάλεια ή τη λειτουργία.
The bleed pipe is a vital component in preventing system failures.
Ο σωλήνας εκκένωσης είναι ένα ζωτικό εξάρτημα στην πρόληψη αποτυχιών του συστήματος.
Before conducting maintenance, always check the bleed pipe for any blockages.
Πριν εκτελέσετε συντήρηση, ελέγξτε πάντα τον σωλήνα εκκένωσης για τυχόν φραγμούς.
Ο όρος προέρχεται από τα αγγλικά, όπου "bleed" σημαίνει να χύνεται (κυρίως υγρό ή αέριο) και "pipe" σημαίνει σωλήνας. Αυτή η ένωση των λέξεων υποδεικνύει τη λειτουργία του σωλήνα να εκκενώνει.
Συνώνυμα: - Draining pipe (σωλήνας αποστράγγισης) - Vent pipe (σωλήνας αερισμού)
Αντώνυμα: - Sealed pipe (σφραγισμένος σωλήνας) - Filled pipe (γεμισμένος σωλήνας)