Ρήμα
/blɛnʧ/
Η λέξη "blench" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να αποφεύγεις ή να παραλείπεις κάτι, συχνά λόγω φόβου ή αδυναμίας. Στην αγγλική γλώσσα, δεν είναι ιδιαίτερα συχνά χρησιμοποιούμενη και συνήθως εντοπίζεται σε πιο θεατρικά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικές συνομιλίες.
Αποφάσισε να παραλείψει την αντιπαράθεση όταν είδε πόσο θυμωμένη ήταν εκείνη.
During the interview, she began to blench at the tough questions asked by the panel.
Η λέξη "blench" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε φράσεις που εκφράζουν φόβο ή δισταγμό.
Το να παραλείψεις την πρόκληση είναι να δείξεις αδυναμία.
If you blench in front of your fears, they will only grow stronger.
Αν παραλείπεις μπροστά στους φόβους σου, θα γίνουν μόνο πιο δυνατοί.
Do not blench when faced with adversity; face it head-on.
Η λέξη "blench" προέρχεται από το μεσαία αγγλικά "blenchen," που σημαίνει "να ρίχνω μια ματιά" ή "να παραλείπω". Η ρίζα της μπορεί να σχετίζεται με γερμανικές γλώσσες, όπου χρησιμοποιούνται παρόμοιες μορφές.
Συνώνυμα: - shirk (παραλείπω) - flinch (τρελαίνομαι) - recoil (παλινδρομώ)
Αντώνυμα: - confront (αντιμετωπίζω) - pursue (διώκω) - engage (συμμετέχω)