Blepharelosis είναι ουσιαστικό.
/ˌblɛfəˈrɛloʊsɪs/
Δεν υπάρχει άμεση μετάφραση για την λέξη "blepharelosis" στα ελληνικά, αλλά μπορεί να αναφέρεται σε καταστάσεις που σχετίζονται με τις βλεφαρίδες ή τα βλέφαρα (από το "blephar-" που σημαίνει "βλέφαρο" στα ελληνικά).
Blepharelosis αναφέρεται σε μια κατάσταση ή ασθένεια που σχετίζεται με τα βλέφαρα ή τις βλεφαρίδες. Στη γλώσσα των ιατρικών όρων, μπορεί να περιγράφει οποιαδήποτε ανωμαλία ή διαταραχή των βλεφάρων. Η χρήση της είναι συνηθισμένη σε ιατρικά κείμενα και μπορεί να συναντηθεί σε προφορικές συζητήσεις μεταξύ επαγγελματιών υγείας.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη δεν είναι πολύ συχνή στον καθημερινό λόγο και χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά συμφραζόμενα.
"The patient was diagnosed with blepharelosis, which required medical treatment."
«Ο ασθενής διαγνώστηκε με βλεφαροσκόπηση, η οποία απαιτούσε ιατρική θεραπεία.»
"Blepharelosis can lead to discomfort and irritation of the eyelids."
«Η βλεφαροσκόπηση μπορεί να οδηγήσει σε δυσφορία και ερεθισμό των βλεφάρων.»
"Treatment options for blepharelosis include both medical and surgical interventions."
«Οι επιλογές θεραπείας για τη βλεφαροσκόπηση περιλαμβάνουν ιατρικές και χειρουργικές παρεμβάσεις.»
Η λέξη "blepharelosis" δεν σχετίζεται άμεσα με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι πιο εξειδικευμένη και χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, μπορεί να βρείτε φράσεις που περιλαμβάνουν ιατρικές καταστάσεις σχετικά με τα βλέφαρα ή τις βλεφαρίδες.
Η λέξη προέρχεται από τα ελληνικά «βλέφαρον» (blepharon), που σημαίνει «βλέφαρο», και την ελληνική κατάληξη «-osis», η οποία δηλώνει μια κατάσταση ή ασθένεια.
Συνώνυμα: - Blepharopathy (παθολογία των βλεφάρων) - Eyelid disorder (διαταραχή των βλεφάρων)
Αντώνυμα: Υγιή βλέφαρα ή φυσική κατάσταση των βλεφάρων, χωρίς πάθηση.
Αυτός είναι ολόκληρος ο φάκελος της λέξης "blepharelosis".