blessed - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

blessed (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική αποτύπωση

/blesɪd/

Σημασίες & Χρήσεις

Το "blessed" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει λάβει θεία ευλογία ή που θεωρείται ευλογημένο. Συχνά χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα για να περιγράψει κάποιον που απολαμβάνει ευτυχία, ειρήνη ή επιτυχία.

Συχνά χρησιμοποιείται στη γραπτή γλώσσα, αλλά επίσης είναι πολύ συνηθισμένο στην προφορική ομιλία.

Μορφές ρήματος

Δεν υπάρχουν μορφές ρήματος για το "blessed", καθώς πρόκειται για επίθετο.

Παραδείγματα

  1. She felt blessed to have such a loving family.
    Ένιωσε ευλογημένη που είχε μια τόσο αγαπημένη οικογένεια.

  2. The sunset painted the sky in blessed hues.
    Ο ηλιοβασίλεμα ζωγράφισε τον ουρανό με ευλογημένα χρώματα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "blessed" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν: - Blessed with: να έχεις το προνόμιο ή την τύχη να έχεις κάτι * She was blessed with a beautiful voice. (Είχε το προνόμιο να έχει μια όμορφη φωνή.)

Ετυμολογία

Το "blessed" προέρχεται από τη Μέση Αγγλική "blescede,” από τον πρώιμο αγγλοσαξωνικό όρο "blōtsian" που σημαίνει "να ευλογεί."

Συνώνυμα & Αντώνυμα

Συνώνυμα: ευλογημένος, ευτυχισμένος, ευνοημένος
Αντώνυμα: καταραμένος, ατυχής