Επίθετο
/blesɪd/
Το "blessed" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει λάβει θεία ευλογία ή που θεωρείται ευλογημένο. Συχνά χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα για να περιγράψει κάποιον που απολαμβάνει ευτυχία, ειρήνη ή επιτυχία.
Συχνά χρησιμοποιείται στη γραπτή γλώσσα, αλλά επίσης είναι πολύ συνηθισμένο στην προφορική ομιλία.
Δεν υπάρχουν μορφές ρήματος για το "blessed", καθώς πρόκειται για επίθετο.
She felt blessed to have such a loving family.
Ένιωσε ευλογημένη που είχε μια τόσο αγαπημένη οικογένεια.
The sunset painted the sky in blessed hues.
Ο ηλιοβασίλεμα ζωγράφισε τον ουρανό με ευλογημένα χρώματα.
Το "blessed" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν: - Blessed with: να έχεις το προνόμιο ή την τύχη να έχεις κάτι * She was blessed with a beautiful voice. (Είχε το προνόμιο να έχει μια όμορφη φωνή.)
The birth of their child was a blessed event. (Η γέννηση του παιδιού τους ήταν μια ευλογημένη εκδήλωση.)
Blessed relief: μείωση του πόνου ή της πίεσης
Το "blessed" προέρχεται από τη Μέση Αγγλική "blescede,” από τον πρώιμο αγγλοσαξωνικό όρο "blōtsian" που σημαίνει "να ευλογεί."
Συνώνυμα: ευλογημένος, ευτυχισμένος, ευνοημένος
Αντώνυμα: καταραμένος, ατυχής