Ο συνδυασμός "blind casing" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
[blaɪnd ˈkeɪsɪŋ]
Η φράση "blind casing" αναφέρεται συνήθως σε ένα περίβλημα ή κατοικία που δεν διαθέτει οπές ή παράθυρα, χρησιμοποιούμενη συχνά σε τεχνικά ή κατασκευαστικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μηχανικές ή δομικές εφαρμογές, όπου η προστασία ή η μόνωση είναι σημαντικές.
Το τυφλό περίβλημα τοποθετήθηκε για να προστατεύσει την καλωδίωση από ζημιές από το περιβάλλον.
Engineers decided to use blind casing to enhance the overall durability of the structure.
Η φράση "blind casing" δεν είναι συχνά μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, μπορεί να συσχετίζεται με επαγγελματικές χρήσεις ή κανονισμούς που σχετίζονται με την προστασία και τη μόνωση. Ακολουθούν μερικές σχετικές εκφράσεις:
Πρέπει να αποφεύγουμε να ολοκληρώνουμε ένα έργο χωρίς ενημέρωση της ομάδας.
"Blind casing the wires"
Μας συμβούλεψαν να προστατεύσουμε τα καλώδια για να διασφαλίσουμε την ασφάλεια.
"Working with blind casing"
Η λέξη "blind" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "blinde", που σημαίνει "χωρίς όραση", ενώ η λέξη "casing" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "caisse", που σημαίνει "κουτί". Μαζί υποδηλώνουν ένα κουτί ή περίβλημα που δεν επιτρέπει την ορατότητα.
Συνώνυμα: - Protective casing - Sealed housing
Αντώνυμα: - Open casing - Transparent casing
Η φράση "blind casing" μπορεί να έχει εξειδικευμένες εφαρμογές, κυρίως σε τεχνικούς τομείς, με περιορισμένη χρήση σε καθημερινές συνομιλίες. Η κατανόηση των εννοιών γύρω από αυτή τη φράση μπορεί να είναι χρήσιμη για επαγγελματίες στους τομείς της μηχανικής και κατασκευής.