"Blind skink" είναι μια φράση που αποτελείται από ένα επίθετο ("blind") και ένα ουσιαστικό ("skink").
Η φωνητική μεταγραφή του "blind skink" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /blaɪnd skɪŋk/.
Η φράση "blind skink" αναφέρεται σε ένα είδος ερπετού που ανήκει στην οικογένεια των σκίνκων. Αυτά τα ερπετά είναι γνωστά για το γεγονός ότι έχουν αναπτύξει προσαρμογές που τους επιτρέπουν να ζουν σε σκοτεινές και υπόγειες περιοχές, γεγονός που τους καθιστά "τυφλούς" ή ελάχιστα όρατους. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και βιολογικά κείμενα.
Η χρήση της φράσης είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως μελέτες και άρθρα σχετικά με τη φυσιολογία και τη ζωολογία των ερπετών, παρά στον προφορικό λόγο.
Ο τυφλός σκίνκος συχνά βρίσκεται σε υπόγειες οικοσυστήματα.
Researchers study the adaptations of the blind skink to understand evolution.
Οι ερευνητές μελετούν τις προσαρμογές του τυφλού σκίνκου για να κατανοήσουν την εξέλιξη.
Unlike most other lizards, the blind skink has reduced vision.
Η συγκεκριμένη φράση "blind skink" δεν φαίνεται να έχει καθ established χρήση σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, ανεπτυγμένες συμπεριφορές και χαρακτηριστικά κάνουλας μπορεί να συνδεθούν με γενικές αναφορές σε τυφλές ή περιορισμένες καταστάσεις. Παρακάτω ακολουθούν μερικές παρόμοιες ιδιωματικές εκφράσεις που μπορούν να σχετιστούν με την έννοια της "τύφλωσης" ή της περιορισμένης αντίληψης:
"Τυφλός σαν νυχτερίδα" σημαίνει ότι είναι πολύ ανίκανος να δει.
"In the dark" refers to being uninformed or unaware.
"Στο σκοτάδι" αναφέρεται στην κατάσταση του να είναι κανείς ανενημέρωτος ή αδιάφορος.
"Can't see the wood for the trees" means being unable to see the bigger picture.
Το "blind" προέρχεται από την αρχαία γερμανική λέξη "blinda," ενώ το "skink" έχει ρίζες στην λατινική λέξη "scincus," που αναφέρεται σε σαύρες της οικογένειας Scincidae.