Η φράση "blind veneer" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/blaɪnd vɪˈnɪr/
Η φράση "blind veneer" αναφέρεται σε μια τεχνική, συνήθως στην κατασκευή ή στο εσωτερικό σχεδιασμό, όπου ένα λεπτό στρώμα υλικού (επίστρωμα) τοποθετείται πάνω σε μια επιφάνεια, αλλά δεν είναι άμεσα ορατό ή δεν έχει εμφανή κοψίματα. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται συχνά σε έπιπλα και αρχιτεκτονικές εφαρμογές για να προσφέρει μια κομψή και καθαρή εμφάνιση. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, σε τεχνικά και επαγγελματικά κείμενα.
The furniture was designed with a blind veneer for a seamless look.
(Τα έπιπλα σχεδιάστηκαν με κρυφή επένδυση για μια ατμόσφαιρα χωρίς ραφές.)
They chose a blind veneer finish to enhance the elegant design of the room.
(Επέλεξαν μια αόρατη επικάλυψη για να ενισχύσουν τον κομψό σχεδιασμό του δωματίου.)
Η φράση "blind veneer" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, συνδέεται με διάφορες φράσεις που σχετίζονται με την εμφάνιση ή την προσποίηση:
The blind veneer of success can often hide underlying issues.
(Η κρυφή επένδυση της επιτυχίας μπορεί συχνά να κρύβει υποκείμενα προβλήματα.)
Sometimes, the blind veneer of politeness masks true feelings.
(Κάποιες φορές, η αόρατη επικάλυψη της ευγένειας καλύπτει τα αληθινά συναισθήματα.)
Beneath the blind veneer of charm, there was a lack of substance.
(Κάτω από την κρυφή επένδυση της γοητείας, υπήρχε έλλειψη ουσίας.)
Η λέξη "veneer" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "vénire," που σημαίνει "να επικαλύπτω," και χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα από τον 16ο αιώνα για να περιγράψει μια λεπτή στρώση που χρησιμοποιείται για καλλωπιστικούς σκοπούς.
Συνώνυμα: - laminate (επικαλυμμένο) - surface layer (επίπεδο επιφάνειας)
Αντώνυμα: - core (πυρήνας) - solid wood (μασίφ ξύλο)
Η φράση "blind veneer" χρησιμοποιείται κυρίως σε εξειδικευμένα πλαίσια και σχετίζεται με την τέχνη της κατασκευής, φέρνοντας στο προσκήνιο την αντίθεση μεταξύ εμφάνισης και πραγματικότητας.