blinkers - ουσιαστικό
/ˈblɪŋ.kərz/
Η λέξη "blinkers" αναφέρεται σε τα φώτα σήμανσης ή δείκτες κατεύθυνσης των οχημάτων, καθώς και σε παρωπίδες που χρησιμοποιούνται για να περιορίσουν την οπτική ικανότητα ζώων (όπως άλογα) ώστε να μην αποσπούνται από το περιβάλλον τους.
Το "blinkers" χρησιμοποιείται συχνά αναφορικά με την οδήγηση και τα αυτοκίνητα. Στην καθημερινή ομιλία, η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή και αναγνωρίσιμη λόγω των αυτοκινήτων, ενώ στο γραπτό κείμενο μπορεί να συναντηθεί σε κείμενα σχετικά με τυπικές ή τεχνικές οδηγίες οδήγης.
Φρόντισε να χρησιμοποιείς τα φλας σου όταν αλλάζεις λωρίδα.
The horse wore blinkers to prevent distractions during the race.
Το άλογο φορούσε παρωπίδες για να αποτρέπει τις αποσπάσεις κατά τη διάρκεια του αγώνα.
I forgot to turn on my blinkers and almost caused an accident.
Η λέξη "blinkers" χρησιμοποιείται κυρίως στη φράση "to put on blinders" ή "to have blinkers on", που σημαίνει να περιορίζεις τη σκέψη ή την αντίληψη για να εστιάσεις σε κάτι συγκεκριμένο, αποφεύγοντας άλλες προοπτικές ή πληροφορίες.
Έχει παρωπίδες σχετικά με τους κινδύνους που περιλαμβάνει αυτό το έργο.
Don’t put on blinkers, consider all your options.
Μην βάζεις παρωπίδες, σκέψου όλες τις επιλογές σου.
She tends to have blinkers on when it comes to criticism.
Τείνει να έχει παρωπίδες όταν πρόκειται για κριτική.
With blinkers on, he couldn't see the bigger picture.
Η λέξη "blinker" προέρχεται από τη λέξη "blink", η οποία σημαίνει "να κλείνεις τα μάτια γρήγορα". Συνδέεται με την ιδέα του γρήγορου προειδοποιητικού φλας που αναβοσβήνει σε ένα αυτοκίνητο.