Το "bloating shale" αποτελεί μια φράση που στην ουσία περιλαμβάνει δύο λέξεις:
- "bloating" (ουσιαστικό ή μετοχή)
- "shale" (ουσιαστικό)
[bloʊtɪŋ ʃeɪl]
Bloating: Αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία κάτι αποκτά μεγαλύτερο όγκο ή μέγεθος, συνήθως λόγω συσσώρευσης αέρα ή υγρού.
Shale: Ένας τύπος βράχου που σχηματίζεται από τη συμπίεση ιζημάτων, συχνά περιέχει οργανικά υλικά και μπορεί να είναι πηγή πετρελαίου ή φυσικού αερίου.
Η φράση "bloating shale" αναφέρεται συνήθως σε γεωλογικές ή γεωτεχνικές μελέτες και μπορεί να υποδηλώνει την περίσταση κατά την οποία ο σχιστόλιθος διευρύνεται λόγω των εγγενών διαδικασιών ή άλλων παραγόντων, όπως η υγρασία.
Χρησιμότητα στη Γλώσσα: Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα. Η χρήση της φράσης στον προφορικό λόγο είναι περιορισμένη.
The bloating shale caused concerns for the construction project.
Το φούσκωμα του σχιστόλιθου προκάλεσε ανησυχίες για το κατασκευαστικό έργο.
Geologists study bloating shale to understand past environmental conditions.
Οι γεωλόγοι μελετούν τον διογκωμένο σχιστόλιθο για να κατανοήσουν τις παλαιές περιβαλλοντικές συνθήκες.
The presence of bloating shale indicates potential geological instability.
Η παρουσία του φουσκωμένου σχιστόλιθου υποδηλώνει πιθανή γεωλογική αστάθεια.
Η φράση "bloating shale" δεν είναι κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως σχετικές περιγραφές μπορεί να αφορούν το πώς οι ειδικοί προσεγγίζουν την έρευνα ή αναλύσεις στη γεωλογία.
Blowing off steam can sometimes lead to bloating shale in geological formations.
Η αποφόρτιση μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει σε φούσκωμα του σχιστόλιθου σε γεωλογικούς σχηματισμούς.
The pressure build-up in the area resulted in bloating shale.
Η αύξηση πίεσης στην περιοχή είχε ως αποτέλεσμα το φούσκωμα του σχιστόλιθου.
Συνώνυμα: - Bloating: swelling, distension - Shale: slate, mudstone
Αντώνυμα: - Bloating: deflation, contraction - Shale: rock (γενικότερα)
Αυτές οι πληροφορίες φωτίζουν τις λεπτομέρειες γύρω από τη φράση "bloating shale" σε γλώσσα Αγγλικά και τη σχετική σημασία της.