Blood Urea: Ουσιαστικό (Noun)
/blood ˈjʊə.ri.ə/
Ο όρος "blood urea" αναφέρεται στη συγκέντρωση της ουρίας στο αίμα, η οποία είναι ένα υποπροϊόν του μεταβολισμού των πρωτεϊνών. Χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική για να αξιολογηθεί η λειτουργία των νεφρών, καθώς οι νεφροί είναι υπεύθυνοι για την απομάκρυνση της ουρίας από το αίμα. Αυτή η έννοια είναι κυρίως τεχνική και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά ιατρικά κείμενα ή στο περιβάλλον των ιατρικών εξετάσεων.
Το επίπεδο της ουρίας αίματος συχνά μετράται κατά τη διάρκεια τακτικών εξετάσεων αίματος.
High blood urea can indicate kidney dysfunction.
Υψηλή ουρία αίματος μπορεί να υποδηλώνει δυσλειτουργία των νεφρών.
Doctors monitor blood urea to assess a patient's health status.
Ο όρος "blood urea" δεν είναι συνήθως συνηθισμένος στα ιδιώματα, αλλά η έννοια του μπορεί να συνδέεται με πιο γενικές ιατρικές φράσεις:
Ο γιατρός ανησυχούσε για τα επίπεδα της ουρίας αίματος που υποδεικνύουν την αφυδάτωση.
"Monitoring blood urea is crucial for patients with renal disease."
Η παρακολούθηση της ουρίας αίματος είναι ζωτικής σημασίας για τους ασθενείς με νεφρική νόσο.
"Increased blood urea nitrogen is a common finding in patients with kidney issues."
Ο όρος "urea" προέρχεται από τα ελληνικά "ουρία", που σημαίνει "ουρία". Η λέξη "blood" προέρχεται από την παλιά αγγλική "blōd", που σημαίνει "αίμα". Στο σύνολό τους, οι λέξεις μεταφέρουν την έννοια της ουρίας που βρίσκεται στο αίμα.
Συνώνυμα - Urea level - Blood urea nitrogen (BUN)
Αντώνυμα - Normal blood urea - Low urea level