Ο όρος "blow-out valve" είναι ουσιαστικό.
/ˈbloʊ.aʊt vælv/
Η "blow-out valve" αναφέρεται σε ένα είδος βαλβίδας που έχει σχεδιαστεί να αποσυμπιέζει ή να απελευθερώνει πίεση από ένα σύστημα προκειμένου να αποτραπεί η ζημιά από υπερπίεση. Συχνά χρησιμοποιείται σε βιομηχανικά περιβάλλοντα, όπως σε συστήματα αερίου ή υγρού που λειτουργούν υπό πίεση. Στην αγγλική γλώσσα, οι τεχνικοί όροι όπως αυτός συναντώνται πιο συχνά σε γραπτό περιβάλλον, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιούνται και στον προφορικό λόγο μεταξύ επαγγελματιών του τομέα.
Ο τεχνικός εξέτασε τη βαλβίδα εκφόρτισης πριν από την εκκίνηση της μηχανής.
If the pressure gets too high, the blow-out valve will release the excess.
Ο όρος "blow-out valve" δεν χρησιμοποιείται τυπικά σε εδραιωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με κάποιες τεχνικές φράσεις που περιγράφουν καταστάσεις στις οποίες η απελευθέρωση πίεσης ή η ασφάλεια είναι κρίσιμες.
"Πάντα να ελέγχετε τη βαλβίδα εκφόρτισης για σωστή λειτουργία πριν από τις εργασίες."
"In emergency situations, the blow-out valve is essential to prevent accidents."
"Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, η βαλβίδα εκφόρτισης είναι απαραίτητη για να αποτραπούν ατυχήματα."
"The design of the blow-out valve is critical for system safety."
Ο όρος "blow-out" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και σημαίνει την απελευθέρωση ή τις εκρήξεις, και "valve" προέρχεται από το λατινικό "valva," που σημαίνει "πόρτα" ή "καρτέλα".
Συνώνυμα: - safety valve (βαλβίδα ασφαλείας) - pressure relief valve (βαλβίδα αποσυμπίεσης)
Αντώνυμα: - seal (σφραγίδα) - blockage (μπλοκάρισμα)