Ουσιαστικό
/bloʊ-wɛl/
Ο όρος "blow-well" χρησιμοποιείται κυρίως στη γεωτρητική και πετροχημική ωστόσο μπορεί να παρατηρηθεί και σε άλλο πλαίσιο σχετικό με τις πηγές ενέργειας. Σημαίνει μία γεώτρηση, όπου το υγρό ή το αέριο αναβλύζει αυθόρμητα λόγω της πίεσης που υπάρχει στο εσωτερικό της γης. Αυτή η λέξη δεν είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε καθημερινό λόγο και εμφανίζεται περισσότερο σε τεχνικά κείμενα.
Το πηγάδι αερίου παρήγαγε μια σημαντική ποσότητα φυσικού αερίου.
Engineers need to monitor blow-well activity to ensure safety.
Ο όρος "blow-well" δεν χρησιμοποιείται κατά κόρον σε ιδιωματικές εκφράσεις εκτός του συγκεκριμένου τεχνικού πλαισίου, ωστόσο, μπορεί να παρουσιαστεί σε προτάσεις που αφορούν τη γεώτρηση και την εξόρυξη φυσικών πόρων.
Όταν το πηγάδι αερίου εκρήγνυται, τα νέα διαδίδονται γρήγορα στην κοινότητα πετρελαίου.
The geologists predicted a blow-well based on the seismic activity in the area.
Οι γεωλόγοι προέβλεψαν ένα πηγάδι αερίου με βάση την σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή.
Safety measures are crucial surrounding any blow-well operations.
Η σύνθεση της λέξης προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις "blow", που σημαίνει "φυσάω, αναβλύζω", και "well", που σημαίνει "πηγή, πηγάδι".
Η λέξη "blow-well" κυρίως χρησιμοποιείται σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα και δε βρίσκεται συχνά στην καθημερινότητα, οπότε η σύνδεση της με ιδιωματικές εκφράσεις είναι περιορισμένη.