"Blue dip" είναι μια φράση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό (noun) καθώς αναφέρεται σε ένα είδος ντιπ ή σάλτσας.
/bluː dɪp/
Η φράση "blue dip" συνήθως αναφέρεται σε ένα είδος ντιπ που είναι μπλε, είτε λόγω των συστατικών του (όπως μπλε τυρί ή βαφή τροφίμων) είτε για να προσθέσει μια μοναδική οπτική εμφάνιση στα τρόφιμα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε κοινωνικές εκδηλώσεις ή γεύματα, και μπορεί να προκύψει σε διάφορες κουζίνες. Η συχνότητα χρήσης του είναι κυρίως στον γραπτό λόγο όταν περιγράφει συνταγές ή προϊόντα, αλλά χρησιμοποιείται επίσης σε προφορικό λόγο κυρίως σε φιλικές συζητήσεις που αφορούν φαγητό.
I made a delicious blue dip for the party.
Έφτιαξα ένα νόστιμο μπλε ντιπ για το πάρτι.
The blue dip was the highlight of the appetizers.
Το μπλε ντιπ ήταν η πιο σημαντική στιγμή των ορεκτικών.
Everyone loved the unique taste of the blue dip.
Όλοι λάτρεψαν τη μοναδική γεύση του μπλε ντιπ.
Η φράση "blue dip" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες γενικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν το "dip".
Take a dip – Whenever there's a blue dip at the gathering, everyone takes a dip into it.
Κάθε φορά που υπάρχει μπλε ντιπ στη συγκέντρωση, όλοι βυθίζονται σε αυτό.
Dip your toes – You should dip your toes into trying different blue dips to find your favorite.
Πρέπει να δοκιμάσεις διάφορα μπλε ντιπ για να βρεις το αγαπημένο σου.
Dip into the fun – At the picnic, don't forget to dip into the fun with the blue dip and veggies.
Στο πικ-νικ, μην ξεχάσεις να διασκεδάσεις με το μπλε ντιπ και τα λαχανικά.
Η λέξη "blue" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "blǣw", που σημαίνει το χρώμα μπλε. Η λέξη "dip" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "dyppan", που σημαίνει να βυθίζεις ή να βάζεις κάτι σε υγρό.
Συνώνυμα - Μπλε σάλτσα - Μπλε ντιπ
Αντώνυμα - Μη μπλε ντιπ (π.χ. κόκκινο ντιπ) - Σάλτσα χωρίς χρώμα