Η φράση "bluff into" αποτελεί μια συνδυαστική ρήση, όπου "bluff" είναι ρήμα και "into" είναι προθετικό.
/blʌf ˈɪntu/
Η φράση "bluff into" χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα για να περιγράψει την πράξη του να προσπαθεί κάποιος να ξεγελάσει ή να χειραγωγήσει κάποιον άλλο ώστε να κάνει κάτι. Είναι συχνά σχετική με παιχνίδια ή καταστάσεις που περιλαμβάνουν στοιχήματα.
Συχνότητα χρήσης: Ο συνδυασμός "bluff into" χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και σε καταστάσεις που σχετίζονται με στρατηγική ή ψυχολογία.
Προσπάθησε να ξεγελάσει για να αποκτήσει περισσότερα χρήματα από τη συμφωνία.
She managed to bluff into convincing her friends to join her on the trip.
Η φράση "bluff into" μπορεί να εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Μη σκαρφίζεσαι για να κάνεις υποσχέσεις που δεν μπορείς να τηρήσεις.
"He bluffed into challenging the authority without fear."
Αυτός ξεγελάει για να αμφισβητήσει την εξουσία χωρίς φόβο.
"She bluffed him into thinking he was winning the game."
Αυτή τον ξεγέλασε για να νομίζει ότι κέρδιζε το παιχνίδι.
"If you bluff into a confrontation, be ready for the consequences."
Αν σκαρφιστείς για να προκαλέσεις μια αντιπαράθεση, να είσαι έτοιμος για τις συνέπειες.
"Be careful not to bluff into a situation you can't handle."
Η λέξη "bluff" προέρχεται από τη ναυτική γλώσσα του 18ου αιώνα και αρχικά σήμαινε να ‘απειλεί ο κάποιος με κάτι που δεν μπορεί να υποστηρίξει’ ή να ‘παριστάνει κάποιον που είναι πιο ισχυρός απ' ότι είναι στην πραγματικότητα’. Η προθετική χρήση του "into" προσθέτει την έννοια του "σε μια κατάσταση" ή "μέσα σε" αυτή την πράξη.
Συνώνυμα: - Deceive - Mislead - Trick
Αντώνυμα: - Reveal - Honesty - Disclose