Το "bob in" είναι μια φράση (phrasal verb).
/bɒb ɪn/
Η φράση "bob in" χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα για να περιγράψει τη δράση του να επισκέπτεσαι κάποιον ή κάπου για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και λιγότερο στο γραπτό πλαίσιο. Η χρήση της είναι πιο διαδεδομένη στο βρετανικό αγγλικό.
Θα μπω απλά για να πω γεια.
She decided to bob in at her friend's house.
Αποφάσισε να μπει στο σπίτι της φίλης της.
He often bobs in at the café for a quick coffee.
Η φράση "bob in" μπορεί να συνδυάζεται με άλλες λέξεις για να σχηματίσει ιδιωματικές εκφράσεις, περιορίζοντας ορισμένα μηνύματα.
Του αρέσει να μπαίνει για ένα φλυτζάνι τσάι τα Σαββατοκύριακα.
Bob in and out
Συνήθως μπαίνει και βγαίνει από συναντήσεις χωρίς να προσέχει.
Bob in briefly
Πάντα μπαίνει σύντομα πριν γυρίσει σπίτι.
Bob in for a quick chat
Μη διστάσετε να μπείτε για μια γρήγορη κουβέντα όποτε θέλετε.
Bob in to help out
Σκοπεύει να μπει για να βοηθήσει με την εκδήλωση.
Bob in to see family
Η ετυμολογία της λέξης "bob" προέρχεται από τη Μεσαιωνική αγγλική γλώσσα, που σημαίνει να κουνάς. Η φράση "bob in" πιθανόν έχει καταγωγή από τη χρήση του "bob" για κινήσεις μικρής διάρκειας.
Αυτή η φράση είναι απλή και ευρέως κατανοητή, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές καθημερινές καταστάσεις.