Boil resistance: Ο όρος αυτός συνδυάζει δύο λέξεις. "Boil" (ρήμα) και "resistance" (ουσιαστικό).
/bɔɪl rɪˈzɪstəns/
Ο όρος "boil resistance" αναφέρεται στην ικανότητα ενός υλικού ή μιας ουσίας να αντέχει σε συνθήκες βρασμού χωρίς να υποστεί ζημιά ή αλλαγή στις ιδιότητές του. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της χημίας, της μηχανικής, και στους τομείς του υλικών και κατασκευών. Στη γλώσσα των Αγγλικών, ο όρος χρησιμοποιείται πιο συχνά σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα παρά σε προφορικό λόγο.
Το νέο πλαστικό έχει βελτιωμένη αντοχή σε βρασμό, καθιστώντας το κατάλληλο για εφαρμογές μαγειρέματος.
Testing the boil resistance of the material is crucial for its use in high-temperature environments.
Ο όρος "boil resistance" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να βρεθεί σε διάφορες τεχνικές και επιστημονικές φράσεις. Μερικές σχετικές προτάσεις είναι:
Για να διασφαλιστεί η ασφάλεια, ο εξοπλισμός πρέπει να παρουσιάζει εξαιρετική αντοχή σε βρασμό.
Materials with high boil resistance are essential in food preparation industries.
Υλικά με υψηλή αντοχή σε βρασμό είναι απαραίτητα στις βιομηχανίες προετοιμασίας τροφίμων.
In designing reactors, engineers prioritize materials with strong boil resistance.
Στο σχεδιασμό αντιδραστήρων, οι μηχανικοί προτεραιούν υλικά με ισχυρή αντοχή σε βρασμό.
During the manufacturing process, we test for boil resistance to ensure product longevity.
Συνώνυμα: - Heat resistance (αντοχή στη θερμότητα) - Thermal stability (θερμική σταθερότητα)
Αντώνυμα: - Heat sensitivity (ευαισθησία στη θερμότητα) - Melting point (σημείο τήξης)
Αυτός ο οδηγός παρέχει μια ολοκληρωμένη ανάλυση του όρου "boil resistance", εξετάζοντας τη σημασία και την χρήση του στην αγγλική γλώσσα μαζί με τις σχετικές πληροφορίες.