Το "bom" μπορεί να λειτουργήσει ως ουσιαστικό ή ως επίθετο, ανάλογα με τη χρήση του στη φράση.
/ˈbɑm/
Η λέξη "bom" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε έναν εκρηκτικό μηχανισμό, δηλαδή μια "βόμβα". Σε διαφορετικά συμφραζόμενα, μπορεί να αναφέρεται σε έναν δυνατό ήχο, όπως τον ήχο που κάνει μια βόμβα ή ένα χτύπημα.
Η λέξη είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό κείμενο, όπου αναφέρεται σε στρατιωτικά ή αστυνομικά περιβάλλοντα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
The bomb exploded in the city center.
(Η βόμβα εξερράγη στο κέντρο της πόλης.)
He had a bomb in his backpack.
(Είχε μια βόμβα στην πλάτη του.)
Η λέξη "bomb" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα:
She dropped a bombshell when she said she was resigning.
(Έριξε μια βόμβα όταν είπε ότι παραιτείται.)
Bomb someone out: Φέρνεις κάποιον σε κατάσταση απογοήτευσης ή κρίσης.
The news bombed him out.
(Η είδηση τον απογοήτευσε.)
Like a bomb: Κάνει κάτι με μεγάλη επιτυχία.
Η λέξη "bomb" προέρχεται από το λατινικό "bombus", που σημαίνει "βόμβος". Το αρχαίο ελληνικό "βόμβος" έχει επίσης παρόμοια σημασία.
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "bom" και την χρήση της στην Αγγλική γλώσσα.