Noun (ουσιαστικό)
/bɒmˈbæst/
Η λέξη "bombast" αναφέρεται σε μια χρήση γλώσσας ή στυλ που είναι υπερβολικά τεχνική ή επίμετρη, συχνά σε καλλιτεχνικά έργα και ιδίως σε ζωγραφική. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει έργα που φαίνονται εντυπωσιακά ή αναιρέσουν τις αληθινές τους αξίες μέσω μιας έμφασης που είναι υπερβολική ή φαντασμαγορική.
Η λέξη "bombast" συνήθως χρησιμοποιείται σε κριτικές τέχνης ή λογοτεχνίας, υποδηλώνοντας ότι κάτι είναι πιο εντυπωσιακό από ό, τι πραγματικά είναι. Η χρήση της είναι περισσότερο συνηθισμένη στο γραπτό λόγο, σε επιστημονικές ή κριτικές αναλύσεις.
Συχνά χρησιμοποιείται σε κριτικές, άρθρα και αναλύσεις της τέχνης. Δε χρησιμοποιείται ευρέως στον προφορικό λόγο και φαίνεται περισσότερο σε ευρωπαϊκά ή ακαδημαϊκά κείμενα.
Many critics dismissed the painting as mere bombast.
Πολλοί κριτικοί απέρριψαν τον πίνακα ως απλό βομβασμό.
The artist's use of bright colors was considered bombast by some.
Η χρήση φωτεινών χρωμάτων από τον καλλιτέχνη θεωρήθηκε βομβασμός από ορισμένους.
While some appreciate the bombast in painting, others find it superficial.
Ενώ κάποιοι εκτιμούν τον βομβασμό σε πίνακες, άλλοι τον βρίσκουν επιφανειακό.
Η λέξη "bombast" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και εκθέσεις.
The lecture was filled with bombast but lacked real substance.
Η διάλεξη ήταν γεμάτη βομβασμό αλλά έλειπε πραγματικής ουσίας.
Instead of using bombast, the artist opted for a more subtle approach.
Αντί να χρησιμοποιήσει βομβασμό, ο καλλιτέχνης επέλεξε μια πιο υποτονική προσέγγιση.
Critics often accuse modern art of being nothing but bombast.
Οι κριτικοί συχνά κατηγορούν τη σύγχρονη τέχνη ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά βομβασμός.
His writing is filled with bombast, making it hard to understand the main point.
Η γραφή του είναι γεμάτη βομβασμό, καθιστώντας δύσκολη την κατανόηση του κύριου σημείου.
The bombast of the speech was more about show than genuine emotion.
Ο βομβασμός της ομιλίας ήταν περισσότερο για την εμφάνιση παρά για τα αυθεντικά συναισθήματα.
Η λέξη "bombast" προέρχεται από την λατινική λέξη "bombax" (με σημασία "βάμβακας") και χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην αγγλική γλώσσα τον 16ο αιώνα για να επικρίνει το υπερβολικό και πομπώδες ύφος ομιλίας ή γραφής.
Συνώνυμα: - Grandiosity - Pomp - Vainglory
Αντώνυμα: - Simplicity - Modesty - Humility