Το "bombing area" είναι ένα ουσιαστικό (noun). Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε μια περιοχή που έχει υποστεί βομβαρδισμούς ή είναι υποψήφια για βομβαρδισμούς.
/bɒmɪŋ ˈɛəriə/
Η φράση "bombing area" αναφέρεται σε οποιαδήποτε γεωγραφική περιοχή η οποία έχει υποστεί ή είναι πιθανόν να υποστεί βομβαρδισμούς. Χρησιμοποιείται συχνά σε στρατιωτικά, ειδησεογραφικά και ιστορικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένες στρατηγικές ή ιστορικές συνθήκες.
Ο στρατός διόρισε την περιοχή ως περιοχή βομβαρδισμού.
Civilians were evacuated from the bombing area before the airstrikes began.
Οι πολίτες εκκενώθηκαν από την περιοχή βομβαρδισμού πριν αρχίσουν οι αεροπορικοί επιθέσεις.
The bombing area was heavily monitored for safety.
Η φράση "bombing area" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλες φράσεις σχετικά με στρατιωτικές και ιστορικές καταστάσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη φράση μέσα σε διαφορετικά συμφραζόμενα:
Καθόρισαν όλες τις περιοχές βομβαρδισμού πριν από την επιχείρηση.
In the aftermath of the war, many bombing areas were marked for reconstruction.
Στο αποκορύφωμα του πολέμου, πολλές περιοχές βομβαρδισμού επισημάνθηκαν για ανακατασκευή.
The journalists reported from within the bombing area, risking their lives.
Οι δημοσιογράφοι ανέφεραν από την περιοχή βομβαρδισμού, ρισκάροντας τις ζωές τους.
Humanitarian aid was restricted in the bombing area due to ongoing conflicts.
Η λέξη "bombing" προέρχεται από το ρήμα "bomb," το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από τη λατινική λέξη "bombus" που σημαίνει "βόμβος" ή "θόρυβος". Η λέξη "area" προέρχεται από την λατινική λέξη "area," που σημαίνει "ανοιχτός χώρος" ή "περιοχή".
Συνώνυμα: - Bombing zone - Combat area
Αντώνυμα: - Safe zone - Security area
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της φράσης "bombing area" και της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά.