bond paper: ουσιαστικό
/bɒnd ˈpeɪpər/
Το "bond paper" αναφέρεται σε έναν τύπο χαρτιού υψηλής ποιότητας, συνήθως βαρύ και ανθεκτικό, που χρησιμοποιείται για εκτύπωση και γράψιμο. Συνήθως έχει πιο άγριο και λείο φινίρισμα από το κοινό χαρτί και συχνά χρησιμοποιείται για επίσημα έγγραφα, επιστολές, και αναφορές.
I printed the report on bond paper for a professional look.
Εκτύπωσα την αναφορά σε χαρτί bond για επαγγελματική εμφάνιση.
The invitation was crafted on high-quality bond paper.
Η πρόσκληση είχε φτιαχτεί σε χαρτί bond υψηλής ποιότητας.
Many offices prefer bond paper for important documents.
Πολλά γραφεία προτιμούν το χαρτί bond για σημαντικά έγγραφα.
Αν και το "bond paper" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να συνδεθεί με επαγγελματικές ή γραφικές χρήσεις.
"He always uses bond paper for his resumes to make a good impression."
Χρησιμοποιεί πάντα το χαρτί bond για τα βιογραφικά του για να κάνει καλή εντύπωση.
"The school requires all reports to be printed on bond paper."
Το σχολείο απαιτεί όλες οι αναφορές να είναι εκτυπωμένες σε χαρτί bond.
"Using bond paper adds a touch of class to any presentation."
Η χρήση χαρτιού bond προσθέτει μια πινελιά πολυτελείας σε οποιαδήποτε παρουσίαση.
"She prefers to take notes on bond paper because it’s more durable."
Αυτή προτιμά να κάνει σημειώσεις σε χαρτί bond γιατί είναι πιο ανθεκτικό.
"For the final project, ensure you print on bond paper for better quality."
Για το τελικό έργο, διασφαλίστε ότι θα εκτυπώσετε σε χαρτί bond για καλύτερη ποιότητα.
Ο όρος "bond paper" προέρχεται από την έννοια του "bond" που σημαίνει ότι το χαρτί είναι κολλημένο ή συνδεδεμένο με τον τρόπο που παρέχει αντοχή και ποιότητα. Ιστορικά, το "bond paper" δημιουργήθηκε από μια διαδικασία παραγωγής που χρησιμοποιεί ειδικά υλικά και μεθόδους για την παραγωγή ανθεκτικού χαρτιού.