Ουσιαστικό
/bɒndɪŋ pæd/
Η φράση "bonding pad" αναφέρεται σε μία επιφάνεια ή περιοχή ενός ηλεκτρονικού κυκλώματος όπου οι συνδέσεις ή οι γεφυρώσεις των ηλεκτρονικών στοιχείων γίνονται μέσω όλων των τύπων συγκολλήσεων. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στη βιομηχανία των ημιαγωγών και στην παραγωγή ηλεκτρονικών συσκευών. Η χρήση της είναι κυρίως τεχνική και σχετίζεται περισσότερο με το γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις ανάμεσα σε επαγγελματίες του τομέα.
The technician applied a bonding pad to improve the connection.
Ο τεχνικός εφάρμοσε ένα σημείο σύνδεσης για να βελτιώσει τη σύνδεση.
Proper placement of the bonding pad ensures better reliability in the circuit.
Η σωστή τοποθέτηση του σημείου σύνδεσης εξασφαλίζει καλύτερη αξιοπιστία στο κύκλωμα.
The bonding pad was damaged during the manufacturing process.
Το σημείο σύνδεσης υπέστη ζημιά κατά τη διαδικασία παραγωγής.
Η φράση "bonding pad" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην καθημερινή γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται σε τεχνικά συμφραζόμενα. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να δημιουργηθούν εκφράσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία του:
"I need to double-check the bonding pad before final assembly."
"Πρέπει να ξαναελέγξω το σημείο σύνδεσης πριν από τη τελική συναρμολόγηση."
"Adjusting the bonding pad can lead to better performance."
"Η προσαρμογή του σημείου σύνδεσης μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη απόδοση."
"A faulty bonding pad can cause circuit failure."
"Ένα ελαττωματικό σημείο σύνδεσης μπορεί να προκαλέσει αποτυχία του κυκλώματος."
Η λέξη "bonding" προέρχεται από το ρήμα "bond," που σημαίνει να συνδέεις ή να ενώσεις. Η λέξη "pad" αναφέρεται σε μια επιφάνεια ή έδρα.
Συνώνυμα: - contact pad - connection area
Αντώνυμα: - disconnection area - isolation region