Ο όρος "bone cutter" χρησιμεύει ως ουσιαστικό.
/bəʊn ˈkʌtə/
Ο όρος "bone cutter" αναφέρεται συνήθως σε ένα εργαλείο ή μηχανή που χρησιμοποιείται για την κοπή κόκκαλων. Στη ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε εξειδικευμένα εργαλεία που χρησιμοποιούνται σε χειρουργικές διαδικασίες για την κοπή οστών. Στη γλώσσα, η χρήση του είναι πιο συνήθης σε τεχνικά ή ιατρικά πλαίσια. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επαγγελματικές ή ακαδημαϊκές αναφορές.
Ο κόφτης κόκκαλων είναι απαραίτητος για την ορθοπεδική χειρουργική.
He used a bone cutter to prepare the specimens for analysis.
Χρησιμοποίησε έναν κόφτη κόκκαλων για να προετοιμάσει τα δείγματα για ανάλυση.
A skilled bone cutter can make precise incisions.
Ο όρος "bone cutter" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να υπάρξουν σχετικά παραδείγματα που καταδεικνύουν τη χρησιμότητά του σε επαγγελματικά ή τεχνικά πλαίσια.
"Στα χέρια ενός ικανού κόφτη κόκκαλων, ακόμη και το σκληρότερο κόκκαλο θα είναι διαχειρίσιμο."
"The precision of a bone cutter can be the difference between success and failure in surgery."
"Η ακρίβεια ενός κόφτη κόκκαλων μπορεί να είναι η διαφορά μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας στη χειρουργική."
"For specialized cases, a bone cutter is a vital tool in a surgeon’s toolkit."
Η λέξη "bone" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "bān", που σημαίνει "οστό". Η λέξη "cutter" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "cūttre", που αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που κόβει.
Συνώνυμα: - Osteotome (ιατρικό εργαλείο) - Bone saw (κόφτης κόκκαλων)
Αντώνυμα: - Bone builder (αυξητής κόκκαλου) - Protector (προστάτης, σε αντίθεση με την καταστροφή που επιφέρει ο κοπή).
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη περιγραφή του όρου "bone cutter", που καλύπτει τις διάφορες πτυχές του.