Ο όρος "bonus clause" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈboʊ.nəs klɔːz/
Η "bonus clause" αναφέρεται σε έναν όρο ή μια ρήτρα σε ένα συμβόλαιο που προβλέπει την παροχή ενός επιπλέον ποσού (μπόνους) ή προνομίου υπό ορισμένες συνθήκες. Συχνά χρησιμοποιείται σε συμφωνίες εργασίας, χρηματοδοτικές συμβάσεις ή μεριδίου κερδών, και μπορεί να επηρεάζει τη συνολική αμοιβή μιας συμβαλλόμενης πλευράς. Η χρήση της είναι συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε νομικά και επιχειρηματικά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις.
Ο υπάλληλος υπέγραψε ένα συμβόλαιο με ρήτρα μπόνους που επιβραβεύει την εξαιρετική απόδοση.
The rental agreement included a bonus clause that provided additional discounts for early payment.
Η "bonus clause" δεν συνδέεται συνήθως με ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια του μπόνους μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις:
Η υπογραφή στη γραμμή μπορεί να οδηγήσει σε μια ωραία ρήτρα μπόνους.
"Incentives like a bonus clause can motivate employees to work harder."
Κίνητρα όπως η ρήτρα μπόνους μπορούν να ενθαρρύνουν τους υπαλλήλους να εργαστούν σκληρότερα.
"We negotiated a bonus clause to ensure our team would benefit from increased sales."
Ο όρος "bonus" προέρχεται από τα λατινικά "bonum," που σημαίνει "καλό," και ο όρος "clause" προέρχεται από το γαλλικό "clause," το οποίο χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία συγκεκριμένη διάταξη ή ρήτρα.
Συνώνυμα: - επιβράβευση - ρήτρα επιβράβευσης
Αντώνυμα: - ποινή ρήτρα - αποδοχή μειωμένης αμοιβής
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τη χρήση και τη σημασία της "bonus clause" στην αγγλική γλώσσα και τον επιχειρηματικό κόσμο.