Το "book-keeper" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /ˈbʊkˌkiːpər/.
Ένας "book-keeper" είναι ένα άτομο που διατηρεί τις οικονομικές εγγραφές μιας επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των λογαριασμών, των αποδείξεων, και των δαπανών. Η χρήση της είναι συχνά πιο συχνή σε επιχειρηματικά και γραφειοκρατικά περιβάλλοντα, ενώ η συγκεκριμένη λέξη μπορεί να εμφανίζεται συχνά σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικές συνομιλίες.
Ο λογιστής διασφάλισε ότι όλες οι αποδείξεις ήταν σωστά αρχειοθετημένες.
As a book-keeper, she had to reconcile the accounts at the end of each month.
Ο όρος "book-keeper" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με τη διατήρηση οικονομικών λογαριασμών.
Don't judge a book by its cover (Μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του) – Παρόλο που δεν σχετίζεται άμεσα με τον λογιστή, μπορεί να εννοήσει ότι οι αριθμοί δεν λένε πάντα όλη την ιστορία.
In the book of life, corrections are always possible (Στο βιβλίο της ζωής, οι διορθώσεις είναι πάντα δυνατές) – Υπονοεί ότι οι αλλαγές στη ζωή είναι πάντα εφικτές, παρόμοια με τη δουλειά ενός λογιστή που κάνει διορθώσεις στους λογαριασμούς.
Η λέξη προέρχεται από την αγγλική λέξη "book", που αναφέρεται σε ένα συλλογικό σύνολο, και την λέξη "keeper", που σημαίνει αυτός που κρατάει ή διασφαλίζει κάτι. Έτσι, ο όρος "book-keeper" σημαίνει κυριολεκτικά "αυτός που διατηρεί τα βιβλία".
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια σαφή κατανόηση του όρου "book-keeper" και της σημασίας του στην αγγλική γλώσσα.