Ρήμα και ουσιαστικό.
/ˈbunˌdɑːɡəl/
Ο όρος "boondoggle" χρησιμοποιείται για να περιγράψει έργα ή δραστηριότητες που θεωρούνται άχρηστες, ή που σπαταλούν χρόνο και χρήματα χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Συχνά χρησιμοποιείται στο πλαίσιο δημόσιων έργων ή κυβερνητικών προγραμμάτων, που δεν έχουν πρακτική ή λογική αξία.
Η συχνότητα χρήσης της συγκεκριμένης λέξης είναι μεγαλύτερη στο γραπτό λόγο και κυρίως σε πολιτική και οικονομική συζήτηση.
The new highway project was criticized as a boondoggle with no real benefit to the community.
Το νέο έργο του αυτοκινητόδρομου επικρίθηκε ως μια πολυέξοδη ενέργεια χωρίς πραγματικό όφελος για την κοινότητα.
Many considered the conference a boondoggle, wasting taxpayers' money on unnecessary expenses.
Πολλοί θεώρησαν τη διάσκεψη ως μια βαριά σπατάλη χρημάτων των φορολογουμένων σε περιττά έξοδα.
"It's just a boondoggle."
"Είναι απλώς μια σπατάλη."
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που θεωρείται ασήμαντο ή άχρηστο.
"That project turned out to be a complete boondoggle."
"Αυτό το έργο αποδείχθηκε μια πλήρης σπατάλη."
Χρησιμοποιείται όταν ένα έργο αποτυγχάνει να εκπληρώσει τους στόχους του.
"He's always getting involved in boondoggle projects."
"Πάντα εμπλέκεται σε πολυέξοδα σχέδια."
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που συμμετέχει σε άχρηστες δραστηριότητες.
"This government initiative is nothing more than a boondoggle."
"Αυτή η κυβερνητική πρωτοβουλία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια σπατάλη."
Χρησιμοποιείται σε κριτική κυβερνητικών σχεδίων.
Η λέξη "boondoggle" προέρχεται από την αργκό της κατασκευής και της πολιτικής. Μπορεί να έχει προέλευση από τη λέξη "boondoggle," που αναφερόταν σε μια χειροτεχνία ή κατασκευή που δεν είχε κανένα αξία.
Συνώνυμα: - Waste - Fiasco - Flop
Αντώνυμα: - Success - Achievement - Benefit