border: Αναφέρεται στη γραμμή που χωρίζει δύο χώρες, πολιτείες ή περιοχές. Χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα και νομικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στο προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
levee: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατασκευή που εμποδίζει τη ροή του νερού, συνήθως σε ποταμούς. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα και σε συζητήσεις που αφορούν τις πλημμύρες. Η χρήση του είναι πιο κοινή στο γραπτό κείμενο.
Παραδειγματικές προτάσεις
The border between the two countries was heavily guarded.
Το σύνορο μεταξύ των δύο χωρών ήταν αυστηρά φυλασσόμενο.
The levee held strong during the storm, preventing flooding.
Το φράγμα κράτησε γερά κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, αποτρέποντας τις πλημμύρες.
There is a long border along the riverbank.
Υπάρχει ένα μακρύ όριο κατά μήκος της όχθης του ποταμού.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Αν και οι λέξεις "border" και "levee" δεν είναι κοινές σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μερικές φράσεις που σχετίζονται με την έννοια των ορίων ή των προστατευτικών κατασκευών.
"Crossing the border is a delicate process."
"Η διασχίσμα του συνόρου είναι μια λεπτή διαδικασία."
"They need to strengthen the levee before the rainy season."
"Πρέπει να ενισχύσουν το φράγμα πριν από την υγρή εποχή."
"There's a saying that good fences make good neighbors, similar to how a border defines relationships."
"Υπάρχει ένα ρητό που λέει ότι οι καλοί φράκτες κάνουν καλούς γείτονες, παρόμοια με το πώς ένα σύνορο καθορίζει σχέσεις."
"A strong levee can protect farmlands from flood risks."
"Ένα ισχυρό φράγμα μπορεί να προστατεύσει τις αγροτικές εκτάσεις από τους κινδύνους πλημμύρας."
Ετυμολογία
border: Προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "bordure", που σημαίνει "άκρη, περιθώριο".
levee: Προέρχεται από τη γαλλική λέξη "levée", που σημαίνει "ανύψωση", αναφερόμενη σε αναχώματα και φράγματα.