Το "bottom blowing" είναι φράση που χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό σύνθετο.
/ˈbɒtəm ˈbloʊɪŋ/
Το "bottom blowing" αναφέρεται συνήθως σε βιομηχανικές διαδικασίες, όπως η απομάκρυνση αερίων ή σωματιδίων που εξέρχονται από το κάτω μέρος μιας συσκευής ή δομής. Χρησιμοποιείται κυρίως σε χημικές ή μεταλλευτικές διαδικασίες. Πολύ σπάνια χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα. Εμφανίζεται περισσότερες φορές σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Η τεχνική του αεροτομής από το κάτω μέρος είναι απαραίτητη για την αφαίρεση ακαθαρσιών από το λιωμένο μέταλλο.
In the chemical reactor, bottom blowing helps to maintain the proper temperature.
Το "bottom blowing" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενο σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σε βιομηχανικά ή τεχνικά πλαίσια, μπορεί να συνδυάζεται με άλλες φράσεις για να περιγράψει διαδικασίες:
Η αεροτομή από το κάτω μέρος συνδυάζεται συχνά με αεροτομή από το πάνω μέρος σε μεταλλουργικές διαδικασίες για την βελτιστοποίηση των αποτελεσμάτων.
Effective bottom blowing can lead to higher efficiency in the production cycle.
Η φράση "bottom blowing" προκύπτει από τη σύνθεση δύο λέξεων: "bottom" (κάτω μέρος) και "blowing" (φυσώντας), που συνεργάζονται για να περιγράψουν μια συγκεκριμένη τεχνική ή διαδικασία.
Base ventilation
Αντώνυμα:
Η χρήση της φράσης "bottom blowing" παραμένει ειδική σε τεχνικά και βιομηχανικά περιβάλλοντα και δεν εκφράζει γενικά ιδιωματικές εκφράσεις όπως σε άλλες φράσεις της καθημερινής γλώσσας.