Το "bottom water" είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/ˈbɒt.əm ˈwɔː.tər/
Το "bottom water" αναφέρεται στο νερό που βρίσκεται στο κατώτερο στρώμα μιας υδάτινης στήλης, συνήθως σε λίμνες ή δεξαμενές. Είναι σημαντικό στη υδρολογία και μπορεί να έχει διαφορετικές θερμοκρασίες και συστατικά από το επιφανειακό νερό. Στη γλώσσα Αγγλικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή τεχνικά πλαίσια και λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο. Δεν είναι μια ιδιαίτερα συχνά χρησιμοποιούμενη φράση, αν και εμφανίζεται σε ειδικές συζητήσεις σχετικά με την υδρολογία ή την οικολογία.
Ο επιστήμονας μέτρησε τη θερμοκρασία του νερού βάθους στη λίμνη.
Bottom water can have different chemical compositions than surface water.
Το νερό βάθους μπορεί να έχει διαφορετικές χημικές συνθέσεις από το επιφανειακό νερό.
The bottom water is essential for the aquatic ecosystem.
Η φράση "bottom water" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να σχετίζεται με εκφράσεις που περιλαμβάνουν το "bottom" σε γενικές γραμμές. Εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις:
Πρέπει να φτάσουμε στην ουσία αυτού του ζητήματος.
He hit rock bottom before he decided to change his life.
Έφτασε στον πάτο πριν αποφασίσει να αλλάξει τη ζωή του.
The bottom line is that we need more funding for research.
Η λέξη "bottom" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "bottm" που σημαίνει "το κατώτατο σημείο" και η λέξη "water" έχει Γερμανικές ρίζες από την παλαιά Αγγλική "wæter."
Συνώνυμα: - Deep water - Submerged water
Αντώνυμα: - Surface water - Top water