bounded measure - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

bounded measure (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "bounded measure" λειτουργεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈbaʊndɪd ˈmɛʒər/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η φράση "bounded measure" αναφέρεται σε μια ποσότητα ή μέτρηση που έχει ορισμένα όρια ή περιορισμούς. Στη μαθηματική ανάλυση και τη θεωρία μέτρησης, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει μέτρα που είναι πεπερασμένα (bounded) ως προς μια συγκεκριμένη μετρική ή στήλη. Η έννοια είναι σημαντική σε πολλούς τομείς, όπως η ανάλυση δεδομένων, η θεωρία συνόλων και οι μαθηματικές συναρτήσεις.

Η χρήση του είναι συχνά πιο διαδεδομένη σε γραπτά πλαίσια, όπως σε ακαδημαϊκά άρθρα και βιβλία, παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The concept of a bounded measure is fundamental in probability theory.
  2. Η έννοια της περιορισμένης μέτρησης είναι θεμελιώδης στη θεωρία πιθανοτήτων.

  3. In measure theory, we often work with bounded measures to ensure finite outcomes.

  4. Στη θεωρία μέτρησης, συχνά εργαζόμαστε με οριοθετημένες μετρήσεις για να διασφαλίσουμε πεπερασμένα αποτελέσματα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στη μαθηματική γλώσσα, η φράση "bounded measure" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες έννοιες στην ακαδημαϊκή κουλτούρα.

  1. With a bounded measure of success, we can evaluate our performance honestly.
  2. Με μια οριοθετημένη μέτρηση επιτυχίας, μπορούμε να αξιολογήσουμε την απόδοσή μας με ειλικρίνεια.

  3. The bounded measure approach provides a clear framework for analysis.

  4. Η προσέγγιση της περιορισμένης μέτρησης παρέχει ένα σαφές πλαίσιο για ανάλυση.

  5. Establishing a bounded measure is key to understanding limits in calculus.

  6. Η καθ establishment of Bounded Measure είναι το κλειδί για την κατανόηση των ορίων στην ευκλείδεια.

Ετυμολογία

Ο όρος "bounded" προέρχεται από το αγγλικό ρήμα "bind", που σημαίνει "δεσμεύω" ή "περιορίζω", και το "measure" προέρχεται από τη λατινική λέξη "metiri", που σημαίνει "μετρώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Limited measure - Finite measure

Αντώνυμα: - Unbounded measure - Infinite measure



25-07-2024