Η φράση "bounded measure" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈbaʊndɪd ˈmɛʒər/
Η φράση "bounded measure" αναφέρεται σε μια ποσότητα ή μέτρηση που έχει ορισμένα όρια ή περιορισμούς. Στη μαθηματική ανάλυση και τη θεωρία μέτρησης, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει μέτρα που είναι πεπερασμένα (bounded) ως προς μια συγκεκριμένη μετρική ή στήλη. Η έννοια είναι σημαντική σε πολλούς τομείς, όπως η ανάλυση δεδομένων, η θεωρία συνόλων και οι μαθηματικές συναρτήσεις.
Η χρήση του είναι συχνά πιο διαδεδομένη σε γραπτά πλαίσια, όπως σε ακαδημαϊκά άρθρα και βιβλία, παρά στον προφορικό λόγο.
Η έννοια της περιορισμένης μέτρησης είναι θεμελιώδης στη θεωρία πιθανοτήτων.
In measure theory, we often work with bounded measures to ensure finite outcomes.
Στη μαθηματική γλώσσα, η φράση "bounded measure" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες έννοιες στην ακαδημαϊκή κουλτούρα.
Με μια οριοθετημένη μέτρηση επιτυχίας, μπορούμε να αξιολογήσουμε την απόδοσή μας με ειλικρίνεια.
The bounded measure approach provides a clear framework for analysis.
Η προσέγγιση της περιορισμένης μέτρησης παρέχει ένα σαφές πλαίσιο για ανάλυση.
Establishing a bounded measure is key to understanding limits in calculus.
Ο όρος "bounded" προέρχεται από το αγγλικό ρήμα "bind", που σημαίνει "δεσμεύω" ή "περιορίζω", και το "measure" προέρχεται από τη λατινική λέξη "metiri", που σημαίνει "μετρώ".
Συνώνυμα: - Limited measure - Finite measure
Αντώνυμα: - Unbounded measure - Infinite measure