Noun (Ουσιαστικό)
/ˈbɒks ˌɛnd rɛntʃ/
Ο όρος "box-end wrench" αναφέρεται σε ένα είδος εργαλείου που χρησιμοποιείται για την προσαρμογή και τη σφίξιμο βιδών και παξιμαδιών. Το χαρακτηριστικό του είναι το «box» ή «κεφάλι» που έχει εσωτερικές γωνίες, το οποίο εφαρμόζει ακριβώς πάνω στην κεφαλή της βίδας ή του παξιμαδιού. Αυτή η μορφή παρέχει καλύτερη πρόσφυση και μειώνει την πιθανότητα φθοράς των γωνιών.
Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στις βιομηχανίες κατασκευής και αυτοκινήτου, όπου οι μηχανικοί και οι τεχνίτες χρησιμοποιούν "box-end wrenches" για την εργασία τους.
Η χρήση του όρου είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε τεχνικές περιγραφές και οδηγίες.
Χρειάζομαι ένα κλειδί με κεφάλι τύπου κουτιού για να σφίξω αυτό το μπουλόνι.
The mechanic used a box-end wrench to remove the stubborn nut.
Ο όρος "box-end wrench" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με αρκετές τεχνικές φράσεις. Ακολουθούν μερικές τέτοιες περιπτώσεις:
Όταν δουλεύεις σε έναν κινητήρα, χρειάζεται πραγματικά να χρησιμοποιήσεις το κλειδί με κεφάλι τύπου κουτιού για εκείνο το μπουλόνι.
"Use the right tool for the job" – A box-end wrench ensures you’re using the right tool for fastening.
Ένα κλειδί με κεφάλι τύπου κουτιού διασφαλίζει ότι χρησιμοποιείς το κατάλληλο εργαλείο για τη σύσφιξη.
"Tighten it up with a box-end wrench" – To ensure a secure fit, tighten it up with a box-end wrench.
Ο όρος προέρχεται από τα αγγλικά και συνδυάζει τη λέξη "box", που αναφέρεται στη μορφή του κεφαλιού του εργαλείου, και "wrench", που σημαίνει «κλειδί» ή «εργαλείο σφιξίματος».
Συνώνυμα: - Box wrench - Socket wrench - Ratchet wrench
Αντώνυμα: - Open-end wrench (κλειδί με ανοιχτό άκρο) - Adjustable wrench (ρυθμιζόμενο κλειδί)