Bradycardic agent είναι ένα ουσιαστικό.
/ˌbreɪ.dɪˈkɑːr.dɪk ˈeɪ.dʒənt/
Ο όρος bradycardic agent αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία ή φάρμακο που προκαλεί ή προάγει τη βραδυκαρδία, δηλαδή μια κατάσταση επιβράδυνσης του καρδιακού ρυθμού (λιγότερες από 60 παλμικούς ρυθμούς ανά λεπτό). Αυτά τα φάρμακα χρησιμοποιούνται συνήθως σε ιατρικά περιβάλλοντα για τη ρύθμιση του καρδιακού ρυθμού.
Η χρήση αυτού του όρου είναι πιο συχνή στο ιατρικό και φαρμακευτικό πλαίσιο, και όχι τόσο στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Ο γιατρός χορήγησε έναν βραδυκαρδικό παράγοντα για να επιβραδύνει τον καρδιακό ρυθμό.
In some cases, a bradycardic agent may be necessary for treating specific heart conditions.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ένας βραδυκαρδικός παράγοντας μπορεί να είναι απαραίτητος για τη θεραπεία συγκεκριμένων καρδιολογικών παθήσεων.
The bradycardic agent worked effectively in stabilizing the patient's heart rhythm.
Ο όρος bradycardic agent δεν έχει τόσο πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ειδικές φράσεις όπως:
"Η χρήση ενός βραδυκαρδικού παράγοντα είναι κρίσιμη σε πολλές επείγουσες καταστάσεις."
"Some patients may respond better to bradycardic agents than others."
"Ορισμένοι ασθενείς μπορεί να ανταποκριθούν καλύτερα στους βραδυκαρδικούς παράγοντες σε σχέση με άλλους."
"Bradycardic agents can be life-saving when used correctly."
"Οι βραδυκαρδικοί παράγοντες μπορούν να είναι σωτήριοι όταν χρησιμοποιούνται σωστά."
"The medical team decided to deploy a bradycardic agent to manage the patient's condition."
Η λέξη bradycardic προέρχεται από τα ελληνικά: "brady" που σημαίνει "αργός" και "kardia" που σημαίνει "καρδιά." Ο όρος agent προέρχεται από τη λατινική ρίζα "agens", που σημαίνει "ένας που ενεργεί."
Συνώνυμα: - Βραδυκαρδικός παράγοντας - Εγχύσιμο για βραδυκαρδία
Αντώνυμα: - Ταχυκαρδικός παράγοντας - Παράγοντας ταχυκαρδίας