Η λέξη "bradypnoea" είναι ουσιαστικό.
/brædɪpˈniːə/
Η "bradypnoea" αναφέρεται σε αργό ρυθμό αναπνοής, δηλαδή όταν ο αριθμός των αναπνών είναι χαμηλότερος από τον κανονικό για έναν ενήλικα, ο οποίος είναι συνήθως μεταξύ 12 και 20 αναπνοών ανά λεπτό. Η βραδυπνοία μπορεί να είναι ενδεικτική κάποιων παθολογικών καταστάσεων και μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις όπως οι διαταραχές του νευρικού συστήματος, η υπνηλία και ορισμένες δόσεις φαρμάκων.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά κείμενα και μπορεί να είναι λιγότερο συχνή στον καθημερινό προφορικό λόγο. Σημαντικά παραδείγματα της χρήσης της περιλαμβάνουν ιατρικές αναφορές και διαγνώσεις.
The patient was diagnosed with bradypnoea after the examination revealed a respiratory rate of 8 breaths per minute.
(Ο ασθενής διαγνώστηκε με βραδυπνοία μετά την εξέταση που αποκάλυψε ρυθμό αναπνοής 8 αναπνοών ανά λεπτό.)
Bradypnoea can be a sign of underlying health issues that need to be addressed.
(Η βραδυπνοία μπορεί να είναι ένδειξη υποκείμενων προβλημάτων υγείας που χρειάζονται αντιμετώπιση.)
In cases of bradypnoea, medical intervention may be required to ensure adequate oxygenation.
(Σε περιπτώσεις βραδυπνοίας, ενδέχεται να απαιτείται ιατρική παρέμβαση για να διασφαλιστεί η επαρκής οξυγόνωση.)
Η λέξη "bradypnoea" δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, εδώ είναι μερικές κανονικές προτάσεις που αποκαλύπτουν την ιατρική σημασία της:
The onset of bradypnoea often requires immediate medical attention.
(Η εμφάνιση της βραδυπνοίας συχνά απαιτεί άμεση ιατρική παρέμβαση.)
Doctors monitor respiratory rates for signs of conditions like bradypnoea.
(Οι γιατροί παρακολουθούν τους ρυθμούς αναπνοής για σημάδια καταστάσεων όπως η βραδυπνοία.)
Timely recognition of bradypnoea can be crucial in emergency situations.
(Η έγκαιρη αναγνώριση της βραδυπνοίας μπορεί να είναι κρίσιμη σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.)
Η λέξη "bradypnoea" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "brady" (αργά) και "pnoia" (αναπνοή).
Συνώνυμα: βραδύνουσα αναπνοή, αργή αναπνοή
Αντώνυμα: ταχυπνοία (tachypnoea)