Η φράση "brain dead" είναι ένα επίθετο.
/ˈbreɪn dɛd/
Ο όρος "brain dead" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει μια κατάσταση στην οποία κάποιος έχει χάσει όλα τα εγκεφαλικά λειτουργίες (πραγματική ή ιατρική έννοια). Χρησιμοποιείται επίσης μεταφορικά για να περιγράψει καταστάσεις ή άτομα που φαίνονται αδιάφορα ή χωρίς πνευματική ικανότητα. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά χαμηλή σε σχέση με πιο συνηθισμένες φράσεις, και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό.
Μετά το ατύχημα, κηρύχθηκε εγκεφαλικά νεκρός από τους γιατρούς.
The movie was so boring that I felt completely brain dead by the end.
Η ταινία ήταν τόσο βαρετή που ένιωσα εντελώς εγκεφαλικά νεκρός μέχρι το τέλος.
I can't believe I forgot my keys; I must be brain dead today.
Ο όρος "brain dead" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις ή σε καθημερινή ομιλία για να υποδηλώσει έλλειψη σκέψης ή ενέργειας.
Αισθάνομαι εγκεφαλικά νεκρός μετά από όλη τη νύχτα που διάβαζα.
Sometimes I just want a brain dead movie to watch and relax.
Μερικές φορές απλά θέλω μια ταινία χωρίς νόημα να δω και να χαλαρώσω.
Don't ask me to think right now; I'm totally brain dead!
Μην μου ζητάς να σκεφτώ αυτή τη στιγμή; Είμαι τελείως εγκεφαλικά νεκρός!
That meeting was so pointless, it left everyone feeling brain dead.
Αυτή η συνάντηση ήταν τόσο άσκοπη που άφησε όλους να αισθάνονται εγκεφαλικά νεκροί.
After working on the project for hours, I was brain dead and couldn't focus.
Ο όρος "brain dead" είναι ένας σύνθετος αγγλικός όρος που προέρχεται από την ένωση της λέξης "brain" (εγκέφαλος) και του "dead" (νεκρός). Η έννοια του "brain dead" έχει ιατρικές ρίζες, χρησιμοποιούμενος σε ιατρικά συμφραζόμενα για να περιγράψει την κατάσταση απώλειας όλων των εγκεφαλικών λειτουργιών.
Συνώνυμα: - Unresponsive - Comatose
Αντώνυμα: - Alert - Cognizant