Ρήμα
/breɪz/
Η λέξη "braise" αναφέρεται σε μια μέθοδο μαγειρέματος που περιλαμβάνει την αργή θέρμανση των υλικών σε χαμηλή θερμοκρασία, συχνά σε υγρά, ώστε να μαλακώσουν και να αποκτήσουν γεύση. Χρησιμοποιείται συχνά για κρέατα, τα οποία πρώτα σφραγίζονται πάνω σε υψηλή θερμοκρασία και στη συνέχεια μαγειρεύονται σε σκεύος με καπάκι.
Η λέξη "braise" χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, όπως συνταγές μαγειρικής ή σε γαστρονομικά άρθρα.
I like to braise beef in red wine for a rich flavor.
Μου αρέσει να μαγειρεύω το βοδινό σε κόκκινο κρασί για πλούσια γεύση.
To braise vegetables, start by sautéing them in a bit of oil.
Για να μαγειρέψετε λαχανικά με τη μέθοδο braise, ξεκινήστε σοτάροντάς τα σε λίγο λάδι.
She learned how to braise pork properly from her grandmother.
Έμαθε πώς να μαγειρεύει σωστά το χοιρινό σε σιγανή φωτιά από τη γιαγιά της.
Η λέξη "braise" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο η μέθοδος μαγειρέματος έχει κάποιες σχετικές φράσεις που σχετίζονται με τη γαστρονομία.
The chef decided to braise the lamb shoulder overnight.
Ο σεφ αποφάσισε να μαγειρέψει το ώμο του αρνιού για μια ολόκληρη νύχτα.
When braising, it's essential to use a heavy-bottomed pot.
Όταν μαγειρεύετε με τη μέθοδο braise, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιείτε μια κατσαρόλα με βαρύ πάτο.
After braising, the meat became incredibly tender.
Μετά το βράσιμο, το κρέας έγινε απίστευτα τρυφερό.
Η λέξη "braise" προέρχεται από το γαλλικό "braiser", που σημαίνει "να ψήνεις σε υγρά". Η γαλλική λέξη πιθανώς προέρχεται από το "braîs", το οποίο σχετίζεται με την ετυμολογία της λέξης "braise" που σημαίνει "κάπνισμα".
Συνώνυμα: - poach (ψήνω σε υγρά) - stew (μαγειρεύω σε υγρά)
Αντώνυμα: - fry (τηγανίζω) - grill (ψητός στη σχάρα)
Η μέθοδος μαγειρέματος "braise" είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στην παραδοσιακή κουζίνα και τα εστιατόρια, δίνοντας τη δυνατότητα για την παρασκευή γευστικών και μαλακών πιάτων.