Επίθετο
/ˌbrænˈnjuː/
Η φράση "brand-new" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι εντελώς καινούργιο, όχι χρησιμοποιημένο ή φθαρμένο. Συνήθως χρησιμοποιείται για αντικείμενα, όπως αυτοκίνητα, ρούχα ή ηλεκτρονικές συσκευές. Εμφανίζεται συχνά στον προφορικό λόγο και σε γραπτά κείμενα που ασχολούνται με πωλήσεις ή διαφημίσεις.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά για να τονίσει την κατάσταση "καινούργιου" ενός προϊόντος ή αντικειμένου και είναι αρκετά συχνή σε διαφημίσεις και περιγραφές προϊόντων.
Αγόρασα μόλις ένα ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο.
She received a brand-new laptop for her birthday.
Έλαβε ένα ολοκαίνουργιο λάπτοπ για τα γενέθλιά της.
The store is selling brand-new furniture at discounted prices.
Η φράση "brand-new" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Το ταξίδι της της έδωσε μια ολοκαίνουργια προοπτική για τη ζωή.
Brand-new idea: He came up with a brand-new idea for the project.
Σκέφτηκε μια ολοκαίνουργια ιδέα για το έργο.
Brand-new experience: Trying scuba diving was a brand-new experience for him.
Η εμπειρία του καταδύσεων ήταν εντελώς καινούργια για αυτόν.
Brand-new approach: The team developed a brand-new approach to solving the problem.
Η ομάδα ανέπτυξε μια ολοκαίνουργια προσέγγιση για την επίλυση του προβλήματος.
Brand-new chapter: Moving to a new city was a brand-new chapter in her life.
Η φράση "brand-new" προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "brand" (μάρκα ή επωνυμία) με τη λέξη "new" (καινούργιος). Ο όρος "brand" χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να αναφέρεται σε προϊόντα που κατασκευάζονταν από συγκεκριμένους κατασκευαστές, και με τον καιρό εξελίχθηκε για να αναφέρεται σε "καινούργια" προϊόντα.