Branch off
είναι ένα φράση ρήματος.
/bræntʃ ɔf/
Το "branch off" σημαίνει να διαχωρίζεται ή να αποσπάται από μία κύρια κατεύθυνση ή πορεία, συνήθως για να πάρει μια διαφορετική κατεύθυνση. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την απομάκρυνση από την κύρια γραμμή σκεπτικού ή δράσης.
Η φράση χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, φαίνεται να είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
"Branch off" είναι μια σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη φράση στις καθημερινές συνομιλίες και κείμενα.
"Καθώς ταξιδεύαμε κατά μήκος του δρόμου, αποφασίσαμε να απομακρυνθούμε σε ένα μικρότερο μονοπάτι."
"The project was supposed to branch off into several sub-projects."
"Το έργο έπρεπε να διακλαδωθεί σε αρκετά υποέργα."
"Sometimes it's important to branch off from the main topic in order to explore new ideas."
Η φράση "branch off" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις κατά την περιγραφή διαδικασιών ή εξελίξεων.
"Η συζήτηση άρχισε να διακλαδώνεται σε διάφορα θέματα."
"Our plans may branch off into different directions depending on the circumstances."
"Τα σχέδιά μας μπορεί να διακλαδωθούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις ανάλογα με τις συνθήκες."
"After the main discussion, we might branch off to cover specific details."
"Μετά την κύρια συζήτηση, μπορεί να διακλαδωθούμε για να καλύψουμε συγκεκριμένες λεπτομέρειες."
"It's okay to branch off from the original idea if it leads to better solutions."
Η λέξη "branch" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "branke", η οποία προέρχεται από την παλαιά γερμανική λέξη "brankō" που σημαίνει κλαδί. Το "off" είναι μια αγγλική λέξη με ρίζες σε γερμανικές γλώσσες που δείχνει απομάκρυνση.
Συνώνυμα: - diverge - deviate - separate
Αντώνυμα: - converge - unite - integrate