Bravery: ουσιαστικό
Gallantry: ουσιαστικό
Bravery: /ˈbreɪvəri/
Gallantry: /ˈɡæləntri/
Bravery: θάρρος, ανδρεία
Gallantry: ανδρεία, ιπποτισμός, θάρρος
Bravery αναφέρεται στην ικανότητα του ατόμου να αντιμετωπίσει κινδύνους ή να εκφράσει θάρρος, συνήθως σε βάρος της προσωπικής ασφάλειας. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε πλαίσια που περιγράφουν ηρωισμούς ή πράξεις θάρρους.
Gallantry αναφέρεται στην ιπποσύνη ή την ευγένεια στο συναίσθημα και τη συμπεριφορά, καθώς και στην ανδρεία σε μάχες ή στις σχέσεις. Χρησιμοποιείται σε πλαίσια που περιγράφουν γενναίες πράξεις και ρομαντικά, ευγενικά χαρακτηριστικά.
Και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και η bravery μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
His bravery during the rescue was commendable.
Το θάρρος του κατά τη διάρκεια της διάσωσης ήταν αξιέπαινο.
The soldier was honored for his gallantry in battle.
Ο στρατιώτης τιμήθηκε για την ανδρεία του στη μάχη.
Stories of bravery inspire many people to act heroically.
Ιστορίες θάρρους εμπνέουν πολλούς ανθρώπους να δράσουν ηρωικά.
To show bravery in the face of adversity
Να δείχνεις θάρρος απέναντι στις αντιξοότητες.
A gallant knight
Ένας ιππότης ιπποτικός.
Bravery knows no bounds
Το θάρρος δεν έχει όρια.
Gallantry is a virtue
Η ανδρεία είναι αρετή.
In the name of gallantry
Στο όνομα της ανδρείας.
With bravery and valor
Με θάρρος και ικανοσύνη.
Acts of gallantry
Πράξεις ανδρείας.
Bravery shines brightest in darkness
Το θάρρος λάμπει πιο φωτεινά στο σκοτάδι.
Bravery: προέρχεται από το μέσο γαλλικό "bravoure" και την λατινική λέξη "bravus" που σημαίνει «γενναίος».
Gallantry: προέρχεται από το γαλλικό "galanterie", το οποίο σημαίνει «ευγένεια» και «ιπποτισμός».
Bravery:
- Συνώνυμα: courage, valor, heroism
- Αντώνυμα: cowardice, timidity, fear
Gallantry:
- Συνώνυμα: chivalry, nobility, heroism
- Αντώνυμα: cowardice, rudeness, ignobility