Όρος ή φράση.
/breɪk ˈiːvən/
Ο όρος "break even" αναφέρεται στη χρηματοοικονομική κατάσταση όπου τα έσοδα και τα έξοδα ενός επιχειρηματικού ή οικονομικού εγχειρήματος είναι ίσα, οδηγώντας σε μηδενικό κέρδος ή ζημία. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα των επιχειρήσεων και των οικονομικών για να προσδιορίσει το σημείο ισορροπίας, δηλαδή την ελάχιστη ποσότητα πωλήσεων που απαιτείται για να καλυφθούν όλα τα έξοδα.
Η φράση είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε οικονομικές αναφορές, αλλά και στον προφορικό λόγο κατά τη διάρκεια συζητήσεων σχετικά με την οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης.
The company needs to sell 1,000 units to break even.
(Η εταιρεία χρειάζεται να πουλήσει 1.000 μονάδες για να φτάσει σε ισορροπία.)
If we reduce our costs, we might break even by the end of the quarter.
(Αν μειώσουμε τα έξοδά μας, μπορεί να φτάσουμε σε ισορροπία μέχρι το τέλος του τριμήνου.)
Η φράση "break even" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συνδέεται με χρηματοοικονομικές καταστάσεις:
To break even on a project:
The team managed to break even on the project after reducing expenses.
(Η ομάδα κατάφερε να φτάσει σε ισορροπία στο έργο μετά τη μείωση εξόδων.)
Breaking even in investments:
Many investors hope to break even in their first year.
(Πολλοί επενδυτές ελπίζουν να φτάσουν σε ισορροπία στον πρώτο τους χρόνο.)
Not breaking even this quarter:
Unfortunately, the business is not breaking even this quarter due to increased costs.
(Δυστυχώς, η επιχείρηση δεν φτάνει σε ισορροπία αυτό το τρίμηνο λόγω αυξημένων εξόδων.)
Ο όρος "break even" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και χρησιμοποιείται από τον 19ο αιώνα. "Break" προκύπτει από το γερμανικό "brechen" που σημαίνει "σπάω", ενώ "even" προέρχεται από τη λατινική λέξη "aequus", που σημαίνει "ίσιος" ή "ισορροπημένος".
Συνώνυμα: - balance out - level off - reach equilibrium
Αντώνυμα: - incur a loss (υποστεί ζημία) - profit (κέρδος) - overspend (ξεχειλώματα)