Η φράση "break of warranty" αποτελεί νομικό και επιχειρηματικό όρο και μπορεί να εκληφθεί ως φράση (phrase) ή ως ουσιαστικό (noun).
/ˈbreɪk əv ˈwɔːrənти/
Η φράση "break of warranty" αναφέρεται σε γεγονός όπου μια από τις πλευρές σε μια συμφωνία ή σύμβαση δεν συμμορφώνεται με τους όρους που αφορούν την εγγύηση που παρέχεται. Αυτό μπορεί να συμβεί σε πολλές καταστάσεις, κυρίως σε πωλήσεις προϊόντων ή υπηρεσιών, όπου η εγγύηση εξασφαλίζει ότι τα προϊόντα θα λειτουργούν όπως διαφημίζεται και είναι απαλλαγμένα από ελαττώματα.
Στη γλώσσα Αγγλικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά ή εμπορικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή σε επαγγελματικές συνομιλίες και νομικά κείμενα, αν και μπορεί να εμφανιστεί σε προκαταρκτικές συζητήσεις.
Αν υπάρχει παραβίαση εγγύησης, ο πελάτης μπορεί να δικαιούται επιστροφή χρημάτων.
The company faced legal action due to a break of warranty on their latest product.
Η φράση "break of warranty" συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά και εμπορικά συμφραζόμενα, κυρίως σε ιδιωματικές φράσεις που αφορούν ευθύνες και νομικές υποχρεώσεις:
Ο αγοραστής διόρθωσε την παραβίαση εγγύησης προσβάλλοντας τον πωλητή στο δικαστήριο.
A break of warranty can result in significant financial losses for a company.
Μια παραβίαση εγγύησης μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές οικονομικές απώλειες για μια εταιρεία.
It's crucial to outline the conditions to avoid a break of warranty in contracts.
Η λέξη "warranty" προέρχεται από τη μεσαιωνική γαλλική λέξη "garantie", η οποία με τη σειρά της έχει ρίζες στο γερμανικό "warent", που σημαίνει "να αποδεχτείτε" ή "να εγγυηθείτε". Η λέξη "break" προέρχεται από την Αγγλοσαξονική λέξη "bræc", που σημαίνει "σπασίματα".
Συνώνυμα: - breach of warranty - warranty violation
Αντώνυμα: - compliance with warranty - warranty fulfillment