Η φράση "break-even time" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/breɪk ˈiːvən taɪm/
Ο όρος "break-even time" αναφέρεται στο χρονικό διάστημα που απαιτείται για να καλυφθούν τα έξοδα μιας επιχείρησης ή ενός έργου, ώστε να φτάσει σε σημείο όπου η κερδοφορία είναι ίση με τα έξοδα, δηλαδή ούτε κερδίζει ούτε χάνει. Χρησιμοποιείται συχνά στη λογιστική και την επιχειρηματική ανάλυση. Ο όρος είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενος σε γραπτό πλαίσιο, όπως αναφορές και επιχειρηματικά σχέδια, συγκριτικά με τον προφορικό λόγο.
Ο χρόνος ισορροπίας για το νέο έργο εκτιμάται ότι είναι 6 μήνες.
Investors are concerned about the break-even time of the startup.
Οι επενδυτές ανησυχούν για τον χρόνο ισορροπίας της νεοσύστατης επιχείρησης.
Understanding the break-even time helps businesses make informed decisions.
Ο όρος "break-even" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συζητήσεις γύρω από την οικονομία και τις επιχειρήσεις.
Να φτάσει κανείς στο σημείο ισορροπίας μπορεί να πάρει περισσότερο χρόνο από ότι αναμενόταν, ειδικά σε μια ανταγωνιστική αγορά.
The company shifted its strategy to reduce the break-even time.
Η εταιρεία άλλαξε στρατηγική για να μειώσει τον χρόνο ισορροπίας.
Once we establish the break-even figure, we can strategize for profit.
Μόλις καθορίσουμε το αριθμητικό σημείο ισορροπίας, μπορούμε να σχεδιάσουμε για κέρδος.
The break-even analysis indicates a need for cost reductions to improve profitability.
Η ανάλυση ισορροπίας δείχνει την ανάγκη για μείωση κόστους ώστε να βελτιωθεί η κερδοφορία.
The CEO emphasized the importance of knowing the break-even dynamics in our business model.
Ο όρος "break-even" προέρχεται από τον συνδυασμό των λέξεων "break," που σημαίνει σπάσιμο ή κατάργηση, και "even," που σημαίνει ίσος ή επίπεδος. Στον οικονομικό τομέα, υποδηλώνει ότι οι κερδισμένοι και οι χαμένοι πόροι είναι ίσοι.
Με αυτές τις πληροφορίες, ελπίζω να έχετε μια σαφή κατανόηση του όρου "break-even time" και της χρήσης του στη γλώσσα Αγγλικά.