Ρήμα
/brest fiːd/
Η λέξη "breast-feed" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία ένα βρέφος τρέφεται με μητρικό γάλα, είτε απευθείας από τη θηλή είτε μέσω αντλίας. Είναι μια φυσική πράξη που συνδέεται με την ανατροφή και την φροντίδα των παιδιών. Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά, ψυχολογικά και κοινωνικά πλαίσια προκειμένου να τονιστεί η σημασία του θηλασμού στη ανάπτυξη των βρεφών. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό λόγο, καθώς είναι κοινός όρος που συζητείται ανάμεσα σε γονείς και επαγγελματίες υγείας.
"She decided to breast-feed her baby for the first six months."
"Απόφασισε να θηλάσει το μωρό της για τους πρώτους έξι μήνες."
"Breast-feeding has many benefits for both the mother and the child."
"Ο θηλασμός έχει πολλά οφέλη τόσο για τη μητέρα όσο και για το παιδί."
"It's important to learn the correct technique to breast-feed effectively."
"Είναι σημαντικό να μάθετε τη σωστή τεχνική για να θηλάσετε αποτελεσματικά."
Η λέξη "breast-feed" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που περιγράφουν πρακτικές του θηλασμού:
"To breast-feed on demand"
"Να θηλάσετε κατ' απαίτηση."
Αυτή η έκφραση αναφέρεται στο να θηλάζετε το μωρό σας κάθε φορά που το ζητάει, αντί να ακολουθείτε ένα πρόγραμμα.
"To breast-feed in public"
"Να θηλάσετε δημόσια."
Αυτό αναφέρεται στην πράξη του θηλασμού σε δημόσιους χώρους, κάτι που μπορεί να προκαλέσει αντιπαραθέσεις σχετικά με την αποδοχή στη κοινωνία.
"Breast-feed for as long as possible"
"Να θηλάσετε όσο το δυνατόν περισσότερο."
Αυτή η έκφραση προωθεί την ιδέα ότι ο θηλασμός είναι ευεργετικός και καλό είναι να διαρκέσει για αρκετούς μήνες ή χρόνια.
Η λέξη "breast-feed" προέρχεται από το συνδυασμό της λέξης "breast" (θηλή, στήθος) και του ρήματος "feed" (τροφοδοτώ). Η έννοια της τροφοδότησης ενός μωρού μέσω του στήθους έχει ρίζες σε αρχαίους πολιτισμούς και είναι μια πρακτική που έχει διαρκέσει εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Συνώνυμα: - Lactate - Nursing (σε μερικά συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - Bottle-feed - Wean (όταν αναφερόμαστε στη διαδικασία διακοπής του θηλασμού)