Φράση (phrasal verb)
/brɪð ɪn/
Η φράση "breathe in" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία της εισπνοής, δηλαδή της δράσης του να εισάγεται αέρας στους πνεύμονες μέσω του στόματος ή της μύτης. Είναι ένας κοινός όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, συμπεριλαμβανομένων της υγείας, της γυμναστικής και της χαλάρωσης. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
Πριν ξεκινήσεις να διαλογίζεσαι, πάρε μια στιγμή να εισπνεύσεις βαθιά.
When you are feeling anxious, try to breathe in slowly to calm yourself.
Όταν νιώθεις άγχος, δοκίμασε να εισπνέεις αργά για να ηρεμήσεις.
The instructor asked us to breathe in through our noses and out through our mouths.
Η φράση "breathe in" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις και συχνά συνδυάζεται με άλλα ρήματα ή φράσεις για να εκφράσει συναισθηματικές καταστάσεις ή σωματικές ενέργειες. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Εισπνέεις τη ζωή - Αγκαλιάζεις κάθε στιγμή και εμπειρία.
Breathe in the fresh air - Enjoy the outdoors and take in the environment.
Εισπνέεις τον καθαρό αέρα - Απόλαυσε την ύπαιθρο και άσε τον εαυτό σου να απολαύσει το περιβάλλον.
Breathe in peace - Allow tranquility to fill your mind and body.
Εισπνέεις την ειρήνη - Άφησε την ηρεμία να γεμίσει το μυαλό και το σώμα σου.
Breathe in positivity - Focus on positive thoughts and energy.
Εισπνέεις θετικότητα - Εστίασε σε θετικές σκέψεις και ενέργεια.
Breathe in the moment - Appreciate the present and be mindful.
Η λέξη "breathe" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "brēðan", που σημαίνει "να αναπνέεις" και είναι συγγενής με την αρχαία γερμανική λέξη "breahts" (αναπνοή).
Συνώνυμα: - Inhale - Respirate - Draw in
Αντώνυμα: - Exhale - Breathe out - Expel