breathing efficiency - φράση (noun phrase)
/briːðɪŋ ɪˈfɪʃənsi/
Ο όρος breathing efficiency αναφέρεται στη μέτρηση της ικανότητας του αναπνευστικού συστήματος να παρέχει οξυγόνο στο σώμα και να απομακρύνει το διοξείδιο του άνθρακα. Αναφέρεται στην αποδοτικότητα με την οποία πραγματοποιούνται οι διαδικασίες αναπνοής, όπως η εισπνοή και η εκπνοή. Στα Αγγλικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά, αθλητικά και υγειονομικά πλαίσια.
Συχνότητα Χρήσης: Ο όρος χρησιμοποιείται σχετικά συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε ακαδημαϊκά και επιστημονικά κείμενα.
Η βελτίωση της αποδοτικότητας αναπνοής μπορεί να ενισχύσει την αθλητική απόδοση.
Researchers are studying factors that affect breathing efficiency in humans.
Οι ερευνητές μελετούν παράγοντες που επηρεάζουν την αποδοτικότητα αναπνοής στους ανθρώπους.
Yoga practices often promote breathing efficiency through controlled techniques.
Ο όρος breathing efficiency δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται σε αθλητικά και υγειονομικά κείμενα.
"Οι αθλητές πρέπει να εστιάζουν στην αποδοτικότητα αναπνοής για να μεγιστοποιήσουν την αντοχή τους."
"During yoga practice, maintaining breathing efficiency is essential for relaxation."
"Κατά την πρακτική της γιόγκα, η διατήρηση της αποδοτικότητας αναπνοής είναι απαραίτητη για την χαλάρωση."
"Regular exercise can significantly improve breathing efficiency."
Οι λέξεις breathing (αναπνοή) και efficiency (αποδοτικότητα) προέρχονται από την Αγγλική γλώσσα. - Breathing προέρχεται από το αρχαίο αγγλικό "brēath," που σημαίνει "πνοή." - Efficiency προέρχεται από το Λατινικό "efficientia," που σημαίνει "ικανότητα να παράγει."
Συνώνυμα: - Respiratory efficiency (αναπνευστική αποδοτικότητα) - Oxygen utilization (χρηση οξυγόνου)
Αντώνυμα: - Breathing inefficiency (αναποτελεσματικότητα στην αναπνοή) - Respiratory distress (αναπνευστική δυσχέρεια)