Η φράση "breathing hole" είναι ουσιαστικό (noun).
/briːðɪŋ hoʊl/
Η φράση "breathing hole" αναφέρεται σε ένα άνοιγμα ή τρύπα που επιτρέπει την αναπνοή, συνήθως χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υπάρχει περιορισμός του αέρα, όπως σε θαλάσσια ζώα ή τα καταλύματα πάγου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επιστημονικά και περιβαλλοντικά θέματα.
The seal used the breathing hole to come up for air.
(Η φώκια χρησιμοποίησε την τρύπα αναπνοής για να βγει στην επιφάνεια για αέρα.)
In winter, the fishermen clear breathing holes in the ice to catch fish.
(Το χειμώνα, οι ψαράδες καθαρίζουν τρύπες αναπνοής στον πάγο για να πιάσουν ψάρια.)
Polar bears often seek out breathing holes when hunting for seals.
(Οι πολικές αρκούδες συχνά αναζητούν τρύπες αναπνοής όταν κυνηγούν φώκιες.)
Η φράση "breathing hole" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Όμως, μπορεί να βρει κανείς προτάσεις που σχετίζονται με τη φράση στο πλαίσιο φυσικών φαινομένων ή οικολογικών καταστάσεων:
Always make sure there’s a breathing hole when ice fishing.
(Φροντίστε πάντα να υπάρχει μια τρύπα αναπνοής όταν ψαρεύετε στον πάγο.)
The tortoise goes into its shell, but it needs a breathing hole.
(Η χελώνα μπαίνει στο καβούκι της, αλλά χρειάζεται μια τρύπα αναπνοής.)
Wildlife experts frequently monitor the breathing holes of frozen lakes.
(Οι ειδικοί στην άγρια ζωή παρακολουθούν συχνά τις τρύπες αναπνοής παγωμένων λιμνών.)
Η λέξη "breathing" προέρχεται από το ρήμα "breathe," που σημαίνει να παίρνουμε αέρα. Η λέξη "hole" προέρχεται από τη παλαιά Αγγλική "hol," που σημαίνει κενό ή άνοιγμα.
Συνώνυμα: - air hole - ventilation opening
Αντώνυμα: - blockage (φραγή) - seal (σφράγιση)