Ο όρος "breeding capacity" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/briːdɪŋ ˈkæpəcity/
Ο όρος "breeding capacity" αναφέρεται στη μέγιστη ικανότητα ενός οργανισμού ή ενός πληθυσμού να αναπαράγεται και να παράγει απογόνους. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή γεωργικά συμφραζόμενα, και μπορεί να αναφέρεται σε ζώα, φυτά ή ακόμα και σε ανθρώπους. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως ερευνητικές μελέτες ή τεχνικές αναφορές, αν και συχνά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικούς διαλόγους που αφορούν τους τομείς της βιολογίας ή της γεωργίας.
The breeding capacity of the livestock on this farm has significantly increased.
(Η αναπαραγωγική ικανότητα των ζώων σε αυτή την φάρμα έχει αυξηθεί σημαντικά.)
Researchers are studying the breeding capacity of these endangered species.
(Οι ερευνητές μελετούν την αναπαραγωγική ικανότητα αυτών των απειλούμενων ειδών.)
If we want to maintain a healthy population, we must evaluate the breeding capacity.
(Αν θέλουμε να διατηρήσουμε έναν υγιή πληθυσμό, πρέπει να αξιολογήσουμε την αναπαραγωγική ικανότητα.)
Ο όρος "breeding capacity" δεν είναι πολύ κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα, αλλά υπάρχουν μερικές σημερινές εκφράσεις που σχετίζονται με την αναπαραγωγή και την ικανότητα αναπαραγωγής. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα που αναδεικνύουν τη χρήση της έννοιας:
"The breeding capacity can be affected by environmental factors."
(Η αναπαραγωγική ικανότητα μπορεί να επηρεαστεί από περιβαλλοντικούς παράγοντες.)
"In captivity, some species exhibit higher breeding capacity."
(Σε αιχμαλωσία, κάποια είδη επιδεικνύουν υψηλότερη αναπαραγωγική ικανότητα.)
"Selective breeding can enhance the breeding capacity of crops."
(Η επιλεκτική αναπαραγωγή μπορεί να ενισχύσει την αναπαραγωγική ικανότητα των καλλιεργειών.)
Ο όρος "breeding" προέρχεται από το ρήμα "breed", που σημαίνει «αναπαράγω» ή «εκτρέφω», ενώ "capacity" προέρχεται από το λατινικό "capacitas", που δηλώνει την ικανότητα ή το δυναμικό.
Συνώνυμα: - reproductive ability (αναπαραγωγική ικανότητα) - breeding potential (αναπαραγωγικό δυναμικό)
Αντώνυμα: - infertility (ατεκνία) - sterility (στειρότητα)