Η λέξη "brickette" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "brickette" είναι /brɪˈkɛt/.
Η λέξη "brickette" αναφέρεται σε ένα μικρό κομμάτι ή ένα μορφοποιημένο μπλοκ από μέταλλο, τσιμέντο ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται συνήθως για κατασκευή ή τοποθέτηση. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε κατασκευαστικά και οικοδομικά συμφραζόμενα, καθώς και σε αναφορές σε καύσιμα για BBQ. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, αλλά εμφανίζεται και σε προφορικές συνομιλίες, κυρίως σε τεχνικά ή καλά ενημερωμένα περιβάλλοντα.
Ο εργολάβος επέλεξε μπριγκέτα για το εξωτερικό τζάκι.
We used multiple brickettes to build the garden wall.
Χρησιμοποιήσαμε πολλές μπριγκέτες για να φτιάξουμε τον τοίχο του κήπου.
Each brickette burns longer than a regular charcoal briquette.
Η λέξη "brickette" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με κατασκευές ή BBQ. Ακολουθούν μερικές παραδειγματικές προτάσεις:
Μην εξοικονομήσεις στην ποιότητα της μπρίγκέτας όταν κατασκευάζεις το χώρο για φωτιά.
The barbecue will taste better if we use high-quality brickette.
Η λέξη "brickette" προέρχεται από τη σύνθεση της αγγλικής λέξης "brick" (τούβλο) και το προσδιοριστικό "-ette", που υποδηλώνει μια μικρότερη ή πιο ελαφριά μορφή.
Block
Αντώνυμα: