Το "brimful" είναι επίθετο.
/ˈbrɪmfʊl/
Η λέξη "brimful" σημαίνει γεμάτος ή πλήρης, ιδιαίτερα όταν περιγράφει κάτι που είναι γεμάτο μέχρι το χείλος του. Χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει μια πλεονάζουσα ή πλούσια ποιότητα, όπως ένα δοχείο γεμάτο με υγρό ή με πληροφορίες. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση του "brimful" συνήθως παρατηρείται σε περιγραφές είτε στα πλαίσια γραπτού λόγου είτε σε προφορική επικοινωνία.
Η λέξη "brimful" είναι σχετικά σπάνια και χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα και ποιήματα παρά στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Το βάζο ήταν γεμάτο με φρέσκα φράουλες.
Her mind was brimful of creative ideas for the project.
Το μυαλό της ήταν γεμάτο από δημιουργικές ιδέες για το έργο.
The child's enthusiasm was brimful during the birthday party.
Η λέξη "brimful" δεν είναι πολύ συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που υποδηλώνουν πλεονάζουσα κατάσταση ή πληρότητα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Ήταν γεμάτος από αισιοδοξία μετά την καλή είδηση.
The book was brimful of adventure and excitement.
Το βιβλίο ήταν γεμάτο από περιπέτεια και ενθουσιασμό.
The garden was brimful of colorful flowers in spring.
Η λέξη "brimful" προέρχεται από το "brim" (χείλος, άκρη) και τον θόλο "full", συνδυάζοντας έτσι την έννοια του γεμάτου μέχρι το χείλος.
Συνώνυμα: - Full - Overflowing - Packed
Αντώνυμα: - Empty - Vacant - Depleted