broadly speaking - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

broadly speaking (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φράση (Adverbial phrase)

Φωνητική μεταγραφή

/bɹɔːdli ˈspiːkɪŋ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "broadly speaking" χρησιμοποιείται για να εισαγάγει μια γενική ή ευρεία επισκόπηση ή κατανόηση ενός θέματος, χωρίς να εμβαθύνει στις λεπτομέρειες. Συχνά χρησιμοποιείται σε επίσημες ή ακαδημαϊκές συνομιλίες, καθώς και σε γραπτές αναφορές.

Συχνότητα χρήσης

Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις, ιδιαίτερα σε πιο επίσημα ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. Broadly speaking, we can say that climate change is a global issue.
  2. Γενικά μιλώντας, μπορούμε να πούμε ότι η κλιματική αλλαγή είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα.

  3. Broadly speaking, the project aims to improve community health.

  4. Σε γενικές γραμμές, το έργο στοχεύει στη βελτίωση της υγείας της κοινότητας.

  5. Broadly speaking, technology has transformed the way we communicate.

  6. Γενικά μιλώντας, η τεχνολογία έχει μεταμορφώσει τον τρόπο που επικοινωνούμε.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "broadly speaking" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις για να επισημάνει μια γενική άποψη. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα: 1. Broadly speaking, the economy is on the rise despite challenges. - Γενικά μιλώντας, η οικονομία είναι σε άνοδο παρά τις προκλήσεις.

  1. Broadly speaking, there are two main approaches to solving this issue.
  2. Γενικά μιλώντας, υπάρχουν δύο κύριες προσεγγίσεις για την επίλυση αυτού του ζητήματος.

  3. Broadly speaking, education is the key to personal development.

  4. Γενικά μιλώντας, η εκπαίδευση είναι το κλειδί για την προσωπική ανάπτυξη.

  5. Broadly speaking, most countries are making efforts to go green.

  6. Γενικά μιλώντας, οι περισσότερες χώρες καταβάλλουν προσπάθειες να γίνουν οικολογικές.

  7. Broadly speaking, cultural diversity enriches our society.

  8. Γενικά μιλώντας, η πολιτιστική ποικιλία πλουτίζει την κοινωνία μας.

Ετυμολογία της λέξης

Η φράση "broadly speaking" προέρχεται από τη λέξη "broad," που σημαίνει ευρύς ή γενικός, και το ρήμα "speak," που αναφέρεται στο να μιλάς ή να εκφράζεσαι. Συνδυάζει την έννοια μιας ευρύτερης ή γενικής συζήτησης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - In general - Generally speaking - Overall

Αντώνυμα: - Specifically speaking - In detail - Narrowly speaking



25-07-2024