Φράση (Adverbial phrase)
/bɹɔːdli ˈspiːkɪŋ/
Η φράση "broadly speaking" χρησιμοποιείται για να εισαγάγει μια γενική ή ευρεία επισκόπηση ή κατανόηση ενός θέματος, χωρίς να εμβαθύνει στις λεπτομέρειες. Συχνά χρησιμοποιείται σε επίσημες ή ακαδημαϊκές συνομιλίες, καθώς και σε γραπτές αναφορές.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις, ιδιαίτερα σε πιο επίσημα ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
Γενικά μιλώντας, μπορούμε να πούμε ότι η κλιματική αλλαγή είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα.
Broadly speaking, the project aims to improve community health.
Σε γενικές γραμμές, το έργο στοχεύει στη βελτίωση της υγείας της κοινότητας.
Broadly speaking, technology has transformed the way we communicate.
Η φράση "broadly speaking" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις για να επισημάνει μια γενική άποψη. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα: 1. Broadly speaking, the economy is on the rise despite challenges. - Γενικά μιλώντας, η οικονομία είναι σε άνοδο παρά τις προκλήσεις.
Γενικά μιλώντας, υπάρχουν δύο κύριες προσεγγίσεις για την επίλυση αυτού του ζητήματος.
Broadly speaking, education is the key to personal development.
Γενικά μιλώντας, η εκπαίδευση είναι το κλειδί για την προσωπική ανάπτυξη.
Broadly speaking, most countries are making efforts to go green.
Γενικά μιλώντας, οι περισσότερες χώρες καταβάλλουν προσπάθειες να γίνουν οικολογικές.
Broadly speaking, cultural diversity enriches our society.
Η φράση "broadly speaking" προέρχεται από τη λέξη "broad," που σημαίνει ευρύς ή γενικός, και το ρήμα "speak," που αναφέρεται στο να μιλάς ή να εκφράζεσαι. Συνδυάζει την έννοια μιας ευρύτερης ή γενικής συζήτησης.
Συνώνυμα: - In general - Generally speaking - Overall
Αντώνυμα: - Specifically speaking - In detail - Narrowly speaking